«Θέλω κι εγώ με τη σειρά μου, να πω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά του, στους κατά καιρούς μαθητές του, σε όλους τους ανθρώπους της αυτοδιοίκησης -ήταν ένας Άρχοντας, ένα υπόδειγμα αυτοδιοίκησης, ο Νίκος Τσιμπόλης- και σε όλους τους συγχωριανούς του. Είμαι βέβαιος ότι το χωριό, η δημοτική κοινότητα, ο δήμος Ελασσόνας, θα κάνει όλα όσα πρέπει για να τιμήσουν έμπρακτα τη μνήμη του»». Με αυτά τα λόγια κατέληξε τον επιμνημόσυνο λόγο του, ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, στο μνημόσυνο του τελευταίου κοινοτάρχη της ΤσαριτσάνηςΝίκου Τσιμπόλη στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη μαρτυρική κοινότητα.
Ο Θεσσαλός πολιτικός στον λόγο του μετά την επιμνημόσυνη δέηση ανέφερε: «σεβαστοί πατέρες, χωρίς να κάνω κατάχρηση της ιερότητας του χώρου και της στιγμής, επιτρέψτε μου να πω λίγα λόγια για τον τελευταίο πρόεδρο, της ιστορικής, μαρτυρικής κοινότητας Τσαριτσάνης, καθώς δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω όπως πρέπει κατά την εξόδιο ακολουθία, διότι βρισκόμουν σε αποστολή της Βουλής στο εξωτερικό.
Τον Νίκο Τσιμπόλη τον γνώρισα μια βροχερή ημέρα του 1998, όταν συνοδεύοντας τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Κώστα Καραμανλή, ήρθαμε στην Τσαριτσάνη και μας υποδέχτηκε όλο το χωριό, που “βρισκόταν στο πόδι” με αφορμή τότε τον “Καποδίστρια” και την κατάργηση της ιστορικής κοινότητας. Θυμούμαι, το πάθος, τον φλογερό του λόγο, που πόσο εντύπωση έκανε τότε σε όλους μας και βεβαίως στον μετέπειτα πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ο οποίος δεσμεύτηκε εκείνη την βροχερή ημέρα, ότι εάν γίνει πρωθυπουργός θα ξανακάνει την Τσαριτσάνη αυτόνομη κοινότητα, όπως και έπραξε. Έκτοτε συνδεθήκαμε με μια φιλία 25 χρόνων και είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω τον χαρακτήρα του. Ο Νίκος Τσιμπόλης -τον ξέρετε καλύτερα από εμένα- ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με ήθος, με καλή καρδιά που έβαζε την Τσαριτσάνη, το κοινό καλό, πάνω από κόμματα, πάνω από προσωπικά συμφέροντα και το απέδειξε αυτό, με όλη του τη διαδρομή στη ζωή του. Είχε πραγματική έγνοια για τον συνάνθρωπό του. Ήταν ένας σωστός οικογενειάρχης, ιδιαίτερα υπερήφανος για την οικογένεια που έκανε με την Φανή, για τα δυο του τα παιδιά, την Άννα, γιατρό και τον Θωμά ηλεκτρολόγο μηχανικό. Δεν πρόλαβε να καμαρώσει εγγόνια. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο, χωρίς να εκπληρωθεί η φυσική τάξη, που θέλει να καμαρώνουν όλοι εγγόνια. Είμαι, όμως, βέβαιος ότι κι εσείς είστε υπερήφανοι για τον πατέρα σας. Ξέρετε Πάτερ μου, πολλές φορές, κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας έχουμε τον πόνο μας και δεν δίνουμε σημασία, δεν προσέχουμε ως έπρεπε, τα λόγια της ακολουθίας, που είναι ένα πραγματικά δείγμα εξαίσιας ποίησης, μεστής μηνυμάτων. Τι είναι το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή, η διαδρομή μας σε αυτόν τον κόσμο; Σκιάς ασθενέστερη, ονείρου απατηλότερη. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα. Τι μένει; Τα καλά μας έργα. Η αγάπη μας για τον συνάνθρωπο, η έγνοια για το κοινό καλό και όλα αυτά συγκροτούν αυτό που λέμε “καλό όνομα”. Αυτό είναι ο σημαντικότερος πλούτος που αφήνουμε στα παιδιά μας. Κατά τούτο, Άννα και Θωμά, μπορείτε να νιώθετε πλούσιοι για το όνομα που σας άφησε ο πατέρας σας παρακαταθήκη και ευελπιστώ να το αφήσατε κι εσείς στα παιδιά σας.
Όταν ασθένησε ο αγαπητός μας πρόεδρος, ξέρετε όλοι ότι αντιμετώπισε με τόση αξιοπρέπεια αυτή τη δοκιμασία, που δεν μοιραζόταν μαζί μας τα αισθήματα της περιπέτειάς του. Μου ζήτησε, όμως, κατ’ επανάληψη, να κανονίσω ένα ραντεβού με τον πρώην πρωθυπουργό, τον Κώστα Καραμανλή, με τον οποίο επίσης από εκείνη η βροχερή μέρα συνδέθηκε με φιλία. Όσες φορές και αν το κανόνισα, πάντοτε κάτι τύχαινε, χωρίς να μου το λέει. Προφανώς κάτι που είχε σχέση με τη θεραπεία του -και δεν έγινε η συνάντηση. Πριν έρθω εδώ, στην Τσαριτσάνη, μίλησα με τον “Πρόεδρο της καρδιάς του”, όπως αποκαλούσε τον Κώστα τον Καραμανλή. Και του είπα ότι σήμερα θα ήμουνα στο τεσσερακονθήμερο μνημόσυνό του και με παρακάλεσε να μεταβιβάσω σε στην οικογένεια και το χωριό τα ειλικρινή του συλλυπητήρια».