Το ποσό των 572.000 ευρώ διεκδικεί με αγωγή που κατέθεσε κατά της εταιρίας «Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου Α. Ε.» το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Λάρισας, για ζημιές που υπέστη από το κλείσιμο της κοιλάδας των Τεμπών τον προηγούμενο χειμώνα. Η αγωγή, κατατέθηκε αυτό το μήνα και ορίστηκε να εκδικασθεί το Δεκέμβριο του 2011, αναμένεται δε μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, να είναι χρονοβόρα, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Είναι από τις πρώτες που υποβλήθηκαν από ΚΤΕΛ και θεωρείται πιθανό να ακολουθήσουν κι άλλες, από ΚΤΕΛ άλλων περιοχές.
Με τους ισχυρισμούς που προβάλλει το ΚΤΕΛ Λάρισας, θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνη την εταιρία, για την κατάπτωση των βράχων και τον αποκλεισμό της εθνικής οδού και στηρίζεται στο πόρισμα του ΓΕΩΤΕΕ, αναφέροντας, στην αγωγή και τα εξής:
«Στη θέση εκδήλωσης της κατολίσθησης ή επί το ακριβέστερον της κατάπτωσης των βράχων, τα πρανή της εθνικής οδού είναι σχεδόν κατακόρυφα και στο μεγαλύτερο μήκος του δρόμου που διασχίζει την κοιλάδα έχουν διαμορφωθεί με πολύ μεγάλες κλίσεις.
Από γεωλογικής άποψης (σύμφωνα με το πόρισμα του Κεντρικού ΓΕΩΤΕΕ) τα πετρώματα δια μέσου των οποίων διέρχεται ο δρόμος σε όλο το μήκος των Τεμπών, είναι ασβεστόλιθοι, οι οποίοι έχουν διαρρηχθεί στο πέρας των αιώνων από μία σειρά ασυνεχειών (ρωγμών). Οι ασυνέχειες αυτές, δημιουργούν μικρά, μέσου και μεγάλου μεγέθους όγκους βράχων, που μπορούν δυνητικά υποβοηθούμενα από άλλες συνθήκες ( π.χ. σεισμό, βροχοπτώσεις, μεγάλες εναλλαγές θερμοκρασιών, ανθρώπινη παρέμβαση) να ολισθήσουν από χαμηλές ή υψηλές θέσεις των πρανών στο οδόστρωμα.
Το γεγονός αυτό ήταν γνωστό στην εναγομένη τόσο από τη μακροσκοπική έρευνα, όσο και από τις επιστημονικές μελέτες που τέθηκαν κατά τ’ άνω υπόψη της.
Όφειλε ως εκ τούτου η εναγομένη αφενός μεν να προβλέψει τους πιθανούς κινδύνους από την κατάπτωση βράχων στο οδικό δίκτυο της κοιλάδας των Τεμπών με την υποβολή σχετικής μελέτης περιβαλλοντολογικών επιπτώσεων του έργου, που όφειλε να είχε συντάξει με δαπάνες της και να υποβάλλει στο αρμόδιο υπουργείο και αφετέρου να προσαρμόσει τη μέθοδο διάνοιξης των σηράγγων και τη χρήση των εκρηκτικών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφευχθεί ή να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος κατάπτωσης των βράχων, λαμβάνοντας συγχρόνως όλα εκείνα τα προληπτικά- προστατευτικά του εθνικού δικτύου μέτρα, όπως το τοπικό ξεσκάρωμα ( καθαίρεση ασταθών τεμαχίων βράχων) μαζί με την τοποθέτηση αγκυρωμένων ατσάλινων πλεγμάτων με βρόγχους που θα εφάπτονται στο πρανές μεγάλων βράχων, κάτι που έκανε εκ των υστέρων ( μετά την κατάπτωση των βράχων και την πολύμηνη διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων) εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στην κυκλοφορία των οχημάτων.
Πέραν τούτων η εναγόμενη έκανε χρήση ανεπίτρεπτα μεγάλων ποσοτήτων εκρηκτικών στην προσπάθεια διάνοιξης το ταχύτερο δυνατόν των σηράγγων, με αποτέλεσμα την καταπόνηση του βραχώδους υπεδάφους καθώς και των έντονα κερματισμένων ασβεστόλιθων ( φτωχή ποιότητα βραχομάζας κατά το τοπικό ΓΕΩΤΕΕ). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κατάπτωση των βράχων σημειώθηκε στο σημείο που είχε φθάσει η διάνοιξη της νότιας σήραγγας.
Συγκεκριμένα, οι εκρήξεις ήταν σχεδόν συνεχόμενες και σε 30 διαφορετικούς χρόνους (σαν ντόμινο), με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται κατ’ ελάχιστον η αποκόλληση 450 κυβικών βράχου, που σημαίνει ότι καθημερινά η διάνοιξη προχωρούσε τουλάχιστον 18 μέτρα ανά πλευρό σήραγγας, γεγονός που συνετέλεσε στην ασυνήθη καταπόνηση της βραχώδους μάζας, ιδίως στα σημεία πλησίον της εθνικής οδού.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εναγομένη δεν προσκόμισε στη συσταθείσα επιτροπή διερεύνησης του συμβάντος ημερολόγιο έργου, ενώ δεν κατέγραψε ( κατά δήλωσή της) τις δονήσεις στη νότια σήραγγα του έργου όταν έγινε η κατάπτωση, η οποία καταγραφή άρχισε να γίνεται από τις 21 Δεκεμβρίου 2009 σε αντίθεση με τη βόρεια σήραγγα, όπου καταγράφονταν κανονικά οι δονήσεις, η οποία απέχει πολύ μακριά από το σημείο της κατάπτωσης των βράχων.
Τα ανωτέρω αποτέλεσαν την κύρια αιτία των καταπτώσεων, άσχετα εάν σ’ αυτή συνετέλεσαν και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι βροχοπτώσεις που προηγήθηκαν, οι οποίες πάντως ήταν συνήθεις και σε καμία περίπτωση ακραίες, γι’ αυτό και έπρεπε να προβλεφθούν και να συνυπολογισθούν στους πιθανούς κινδύνους κατολισθήσεων, οι οποίες κατά τη διάρκεια των 50 ετών λειτουργίας της εθνικής οδού στο σημείο αυτό της κοιλάδας των Τεμπών ήταν μικρής κλίμακας και χωρίς ουσιαστικές συνέπειες (διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων για πολλές ώρες).
Η οικονομική ζημιά, κατά το ΚΤΕΛ, αφορά στην περίοδο 17 Δεκεμβρίου 2009 μέχρι τις 7 Μαΐου 2010 και επιμερίζεται σε πέντε δρομολόγια των λεωφορείων, ως εξής: Λάρισα- Θεσσαλονίκη- Λάρισα, Λάρισα- Ραψάνη- Πυργετός- Κρανιά- Λάρισα, Λάρισα- Αιγάνη, Λάρισα- Καρίτσα- Λάρισα, Λάρισα- Πλαταμώνας- Λάρισα. Γενικά, το ΚΤΕΛ με αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει, υποστηρίζει ότι υπέστη μεγάλη μείωση εισιτηρίων, σε σχέση με την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο του προηγούμενου έτους, ότι τα λεωφορεία του έκαναν μεγαλύτερες χιλιομετρικές αποστάσεις (π.χ. μέσω Ελασσόνας- Κατερίνης), έκαναν περισσότερο χρόνο διαδρομής, είχαν περισσότερα έξοδα κίνησης κ.λπ. βεβαίως το σύνολο σχεδόν του διεκδικούμενου ποσού αφορά στη γραμμή Λάρισα- Θεσσαλονίκη- Λάρισα, περίπου 525.000 ευρώ.