Να επεκταθεί το πρόγραμμα της «ορθής διαχείρισης» του ζωικού κεφαλαίου που χάνεται, ανεξαρτήτως ηλικίας των ζώων, έτσι ώστε να μην επιβαρύνονται οι κτηνοτρόφοι, με επιπλέον έξοδα, στη δύσκολη αυτή οικονομική συγκυρία, ζητά ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος με ερώτησή του προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γεώργιο Καρασμάνη. Επιπλέον, ρωτά σε ποιό στάδιο βρίσκεται η εφαρμογή προγραμμάτων διαχείρισης νεκρών ή θανατωμένων ζώων, τα οποία μπορούν να χρηματοδοτηθούν από κοινοτικούς ή εθνικούς, αλλά και από ιδίους πόρους των Περιφερειών της χώρας και αν έχουν προβλεφθεί ανάλογες δράσεις που θα βελτιώνουν και θα ενισχύουν τα προγράμματα διαχείρισης νεκρών ζώων, ώστε να καλύπτεται το σύνολο των παραγωγικών ζώων στην νέα ΚΑΠ.
Στην ερώτησή του ο κ. Χαρακόπουλος αναφέρει ότι «η διαχείριση των νεκρών ζώων είναι ζήτημα που χρήζει σοβαρής προσέγγισης, καθώς ενδεχόμενη μη ορθή εφαρμογή της εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο αυτό, η Πολιτεία εφαρμόζει πρόγραμμα διαχείρισης του ζωικού κεφαλαίου που χάνεται, με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο». Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης υπενθυμίζει ότι το θεσμικό πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος αρχικώς διαμορφώθηκε και προωθήθηκε κατά τη θητεία του και «περιλαμβάνει, σύμφωνα και με μεταγενέστερες συμπληρωματικές διατάξεις, και τις περιπτώσεις νεκρών ζώων από λοιμώδη νοσήματα ή άλλα αίτια που βρίσκονται στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και δεν καλύπτονται από σχετικές αποφάσεις οικονομικών ενισχύσεων».
Όμως, όπως τονίζει ο Θεσσαλός πολιτικός η πρόσφατη «έξαρση της νόσου του καταρροϊκού πυρετού έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα σε σχέση με τη διαχείριση των νεκρών ζώων, που επιβάλουν τη βελτίωση των προβλεπομένων μέτρων. Σήμερα, οι κτηνοτρόφοι στη Θεσσαλία έχουν τη δυνατότητα να «διαχειριστούν ορθά» ένα νεκρό ζώο μέσω φορέα που αναλαμβάνει, με χρηματοδότηση της Πολιτείας, την περισυλλογή, τη μεταφορά και την καύση του. Το μέτρο αυτό πράγματι έχει, ήδη, βρει θετική ανταπόκριση. Οι περιορισμοί, όμως, που τίθενται στην ηλικία των βοοειδών (μεγαλύτερα των 48 μηνών) και των αιγοπροβάτων (μεγαλύτερα των 18 μηνών), που εντάσσονται στο μέτρο, έχουν προκαλέσει δικαιολογημένες ενστάσεις από την πλευρά των κτηνοτρόφων. Συγκεκριμένα, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, για να μπορέσουν να δώσουν για καύση νεώτερα ζώα πρέπει να πληρώσουν ανά μονάδα ζώντος βάρους».
Σύμφωνα με τον κ. Χαρακόπουλος «το πρόβλημα εστιάζεται, κυρίως, στις σταβλισμένες γαλακτοπαραγωγικές μονάδες βοοειδών, όπου η παραγωγή είναι πιο εντατική και η πυκνότητα των ζώων μεγαλύτερη σε σχέση με τις ελεύθερες μορφές εκτροφής και ως εκ τούτου καταγράφονται θάνατοι, λόγω παθολογικών ή άλλων αιτιών, και σε ηλικία μικρότερη των 4 ετών».