Βλέπουμε ακόμη και κυβερνητικά στελέχη να κατακρίνουν πλέον ανοιχτά την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής δια του μνημονίου. Μήπως τελικά ήταν λάθος που η χώρα μας αποδέχθηκε τη συγκεκριμένη συμφωνία με την Τρόικα, την οποία στήριξε και η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας Ντόρα Μπακογιάννη;
Ακούστε κύριε Σιούλα, δε νομίζω να υπάρχει ούτε ένας πολίτης που να μην έχει παραδεχθεί σήμερα, έναν περίπου χρόνο μετά, ότι η επιλογή του μνημονίου ήταν πρακτικά η ύστατη προσπάθεια «ανάνηψης» της οικονομίας της χώρας η οποία σε λιγότερο από έναν μήνα (τον περασμένο Μάιο) θα ήταν κλινικά νεκρή.
Αυτό αποτελεί την πρώτη βασική θεώρηση των πραγμάτων. Το δεύτερο που και πάλι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αποδέχεται, είναι πως πάρα πολλά από αυτά που σήμερα αποκαλούμε «επιταγές του μνημονίου» θα έπρεπε να είχαν συμβεί στη χώρα μας αυτόβουλα και όχι υπό την πίεση των δανειστών μας.
Δηλαδή έπρεπε να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού για να καταλάβουμε ότι πρέπει να συμμαζέψουμε τον δημόσιο τομέα, να διορθώσουμε τις στρεβλώσεις στην αγορά ή να απαλλάξουμε το δημόσιο από τις δημόσιες επιχειρήσεις «βαρίδια» που απειλούν τη βιωσιμότητα της χώρας μας; Νομίζω ότι κανείς δεν αμφιβάλει ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν. Αυτοί που έχουν κάθε λόγο να αντιδρούν σθεναρά στις αλλαγές προς όφελος της χώρας, είναι οι ολίγοι αυλικοί, οσφυοκάμπτες και «βολεμένοι» του ψηφοθηρικά συντεταγμένου δικομματικού συστήματος όλα αυτά τα χρόνια.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποτυγχάνει να εφαρμόσει ορθά το μνημόνιο και να βάλει την οικονομία στη σωστή τροχιά ανάκαμψης. Γιατί αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων με τις οποίες οι «σοσιαλιστές» συναλλάσσονταν «κάτω από το τραπέζι» επί δεκαετίες με αντάλλαγμα την εξουσία, κρατούν δέσμια την κυβέρνηση. Αυτή η αδικαιολόγητη αναβλητικότητα λοιπόν από πλευράς κυβέρνησης, δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο του μνημονίου αλλά με τις «κομματικοκρατικές παθογένειες» της. Παθογένειες που οδηγούν σε συνεχείς – επαχθέστερες για τον ελληνικό λαό – αναθεωρήσεις του μνημονίου. Αυτή είναι η αλήθεια την οποία ορισμένοι υπουργοί, όπως για παράδειγμα ο κ. Λοβέρδος, γνωρίζουν και γι’ αυτό εξανίστανται με αυτό τον τρόπο.
Με όλο αυτό το εκρηκτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στις διεθνείς αγορές προς τα πού πορεύεται η χώρα;
Σας εξήγησα νωρίτερα κ. Σιούλα πως το πρόβλημα δεν είναι το «μνημόνιο» που κάποιοι έχουν ανάγει σε… «όργανο του σατανά» για να καλύψουν τις κραυγαλέες αδυναμίες τους. Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το «εκρηκτικό» όπως λέτε κλίμα που επικρατεί εντός και εκτός των τειχών της χώρας, πρέπει να δείξουμε όλοι μαζί ότι πράγματι έχουμε διάθεση να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Και αυτό θα επιτευχθεί μόνον εφόσον υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, όπως επανειλημμένα έχει ζητήσει η Δημοκρατική Συμμαχία. Να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να προωθήσουμε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων για να διασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών μας και όχι επειδή μας το επιβάλλουν οι δανειστές. Αντί λοιπόν να μεμψιμοιρούμε και να περιμένουμε παθητικά τις δυσάρεστες εξελίξεις, ας πάρουμε όλοι το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί και ας κάνουμε το αποφασιστικό βήμα για τη σωτηρία της χώρας.
Πρόωρες εκλογές βλέπετε;
Αυτό το ξέρει μόνον ο πρωθυπουργός ο οποίος έχει και το αποκλειστικό προνόμιο προκήρυξής τους. Υπάρχουν βέβαια κάποιες παράμετροι που μπορεί κάποιος να σταθμίσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα: πρώτον οι ανοιχτές πλέον διαφωνίες κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης, δεύτερον η διαρκώς αρνητική στάση των αγορών όπου το κόστος δανεισμού της χώρας βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, μεγαλύτερα από εκείνα προ του μνημονίου και τρίτο και σημαντικότερο, η δυσπιστία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το αν η χώρα μπορεί να τα καταφέρει η οποία αποτυπώνεται στις ολοένα και αυξανόμενες δηλώσεις αξιωματούχων. Δεν ξέρω λοιπόν εάν ο πρωθυπουργός μπορεί με τόσο σημαντικά προβλήματα να διατηρήσει για πολύ ακόμη την εξουσία. Πάντως, σημαντικότερο ζήτημα όλων είναι η εθνική συνεννόηση για να βγει η Πατρίδα από την κρίση όσο το δυνατόν συντομότερα και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Πώς σχολιάζετε τις πρόσφατες εξαγγελίες του προέδρου της Ν.Δ. Αντώνη Σαμαρά στο περιβόητο «Ζάππειο ΙΙ»;
Δε θα μπω σε επιμέρους λεπτομέρειες στα όσα τόσο… απλόχερα μοίρασε την περασμένη Πέμπτη ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Θα σας παραπέμψω σε πρότερη δήλωση του κ. Σαμαρά ότι δήθεν «θα μηδένιζε το έλλειμμα σε 18 μήνες», η οποία καταρρίφθηκε πριν καν στεγνώσει η μελάνη στις εφημερίδες που το έγραψαν ως είδηση, αφού η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία ήρθε να διαψεύσει πανηγυρικά τις «εκτιμήσεις» του κ. Σαμαρά περί ελλείμματος κάτω του 10%, αφού το έλλειμμα όπως όλοι γνωρίζουμε έφθασε στο 15,4%. Πώς λοιπόν ο κ. Σαμαράς θα έλυνε ένα πρόβλημα, το μέγεθος του οποίου αγνοούσε; Τώρα ως άλλος «χάρι πότερ» της οικονομίας έρχεται και πάλι με «μαγικά» που μόνον αυτός είχε το προνόμιο να… σκεφθεί και όχι τα υπόλοιπα 11 εκατομμύρια των ελλήνων. Αυτό που λοιπόν έχω να πω για τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας είναι πως επιχειρεί και πάλι, πάνω στις στάχτες του αποτυχημένου δικομματισμού, να μοιράσει φρούδες ελπίδες και όνειρα θερινής νυκτός στους πολίτες. Και αυτό ακριβώς είναι το πλέον επικίνδυνο σενάριο για τη χώρα μας στην παρούσα περίοδο.
Βρίσκεστε και στην τελική ευθεία για το ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος το οποίο θα διεξαχθεί στα τέλη του τρέχοντος μηνός. Ποιες είναι οι προσδοκίες σας;
Θέλω να σας θυμίσω ότι του ιδρυτικού συνεδρίου έχει προηγηθεί σειρά προσυνεδρίων τα οποία έγιναν σε όλη τη χώρα, στη Λάρισα με αντικείμενο τον πρωτογενή τομέα, με διττή επιδίωξη: να αποδείξουμε στην πράξη ότι η Δημοκρατική Συμμαχία αποτελεί την πραγματικά εναλλακτική πρόταση η οποία πηγάζει από τα «θέλω» του απλού πολίτη και να δημιουργήσουμε όλοι μαζί μία πρόταση που θα οδηγήσει τη χώρα μακριά και πέρα από τις παθογένειες του παρελθόντος. Βασικός στόχος του ιδρυτικού μας συνεδρίου λοιπόν δεν είναι ούτε η κατανομή οφικίων, ούτε να στήσουμε ένα επικοινωνιακό πανηγυράκι και μετά να πάμε στα σπίτια μας. Θέλουμε να ακούσουμε όλα τα στελέχη μας και σε συνάρτηση με τις πολύτιμες εμπειρίες που καταγράφηκαν στις προσυνεδριακές συνδιασκέψεις, να καταλήξουμε σε ένα πλαίσιο αρχών που χρειάζεται σήμερα η χώρα για να αποκτήσει ξανά τη χαμένη