Ο επικείμενος έλεγχος εντός του Νοεμβρίου, της πορείας του ασφαλιστικού μας συστήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συζήτηση για νέες αναλογιστικές μελέτες για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων επαναφέρουν, για άλλη μια φορά, τα σενάρια «κουρέματος» των συντάξεων, αλλά και τον προβληματισμό για τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας.
«Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία» λέει το γνωστό δημοτικό τραγούδι. Επειδή, όμως, νομοτελειακά το γήρας έρχεται για όλους -αν δεν κοπεί νωρίτερα, βίαια, το νήμα της ζωής- το κοινωνικό κράτος εδώ και δεκαετίες θέσπισε το ασφαλιστικό σύστημα. Την παροχή, δηλαδή, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους εργαζόμενους, αλλά και σύνταξης στους απόμαχους της εργασίας.
Βασική αρχή της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος είναι οι συντάξεις να είναι ανταποδοτικές προς τις εισφορές που κατέβαλε ο εργαζόμενος. Στο όνομα, όμως, της κοινωνικής πολιτικής, ο κανόνας αυτός καταστρατηγήθηκε με αποκορύφωμα, σε πολλές περιπτώσεις, στα λεγόμενα «ευγενή» ταμεία η σύνταξη να είναι μεγαλύτερη από το μισθό που λάμβανε ο συνταξιούχος όσο εργαζόταν. Και βεβαίως, η μαύρη τρύπα μεγάλωνε όσο στο βωμό των πελατειακών σχέσεων άρχισαν να δίδονται αφειδώς «μαϊμού» αναπηρικές συντάξεις. Τούτο παρατηρείται ιδιαίτερα σε περιοχές με παράδοση πολιτικής πατρωνίας ή σε ομάδες του πληθυσμού που δεν διαθέτουν πολιτική κουλτούρα, άλλη, από τη δημοπράτηση της ψήφου από αυτοαποκαλούμενους «βασιλιάδες» και «πρίγκιπες», που τη… βγάζουν στο σφυρί.
Θα μου πείτε, τώρα ανακαλύψαμε τις παθογένειες του ασφαλιστικού συστήματος; Όχι βέβαια. Συνήθως, όσοι ασκούν κριτική θυμούνται την αποτυχημένη προσπάθεια «μεταρρύθμισης Γιαννίτση» και την… υποδοχή που αυτή τότε έτυχε από πολιτικούς, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές και κοινωνία, με αποτέλεσμα να μη γίνει ποτέ νόμος του κράτους. Όπως επίσης και την ανεύθυνη στάση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Καραμανλή, όταν αποχωρούσε από τη βουλή και ηγείτο με υψωμένη τη γροθιά των διαδηλωτών στο Σύνταγμα. Λίγοι, όμως, θυμούνται ότι αν δεν είχε ξηλωθεί η νομοθετική παρέμβαση του 1992, γνωστή ως «νόμος Σιούφα» ίσως να μη χρειάζονταν σήμερα οι βίαιες προσαρμογές που αλλάζουν δραματικά τη ζωή των συνταξιούχων. Δυστυχώς, στην Ελλάδα κατά κανόνα γκρεμίζουμε αντί να συνεχίσουμε να χτίζουμε από το σημείο που άφησαν οι προηγούμενοι. Τι προέβλεπε, όμως, ο νόμος 2084 της Νέας Δημοκρατίας, που απέτρεψε τότε την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και του έδωσε «ανάσα ζωής» για τα επόμενα χρόνια;
Σύμφωνα με τις βασικές πρόνοιες εκείνου του νόμου: α) Η Επικουρική Σύνταξη δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 20% της κύριας σύνταξης. β) Η σύνταξη θα έπρεπε να είναι ανταποδοτική των εισφορών, ενώ το υπόλοιπο για τη διασφάλιση ενός κατώτατου επιπέδου διαβίωσης θα καταβάλλονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. γ) Οι διοικήσεις των Ταμείων ήταν υποχρεωμένες να καταθέτουν ισολογισμό και απολογισμό. Αν δεν το έπρατταν, καταργούνταν άμεσα χωρίς δυνατότητα επαναδιορισμού.
Η ασφαλιστική αυτή μεταρρύθμιση, που αξίζει την προσοχή μας γιατί έβαζε κάποια τάξη στα Ταμεία χωρίς να ξεσηκώσει τη θύελλα αντιδράσεων που είδαμε σε άλλες, πιο ήπιες παρεμβάσεις, αποδομήθηκε από τις επόμενες κυβερνήσεις. Πάνω από 100 παρεμβάσεις μετά το 1994 «ξήλωσαν» το νόμο, ακυρώνοντας το πνεύμα του νομοθέτη.
Έτσι βρεθήκαμε σύντομα και πάλι αντιμέτωποι με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Επιπρόσθετα, το πρόβλημα έγινε πιο έντονο διότι στο μεταξύ είχε ανατραπεί πλήρως η σχέση εργαζομένων-συνταξιούχων. Ενώ όλοι έβλεπαν το πρόβλημα της επερχόμενης χρεοκοπίας του ασφαλιστικού συστήματος, παρέπεμπαν την όποια λύση -που προφανώς είχε πολιτικό κόστος- στον «κούρο απ’ τα γρούνια». Έτσι λέμε στο θεσσαλικό κάμπο την παραπομπή της υλοποίησης ανεκπλήρωτων υποσχέσεων στις καλένδες. Γιατί, σε αντίθεση με την κουρά των αμνών, δεν υφίσταται κουρά στους χοίρους…
Βεβαίως, είναι προτιμότερο να είμαστε προμηθείς και όχι επιμηθείς. Ας ελπίσουμε, όμως, ότι έστω και τώρα, οι δραματικές στιγμές που περνά η χώρα θα μας κάνουν σοφότερους, ως κοινωνία αλλά και πολιτικό σύστημα, προκειμένου να μην επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος που μας οδήγησαν ως εδώ.
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης.