Εκπλήττομαι πόσο πολύ μάς αρέσει η μανούρα και το κέντημα. Ως έθνος. (Αν είμαστε έθνος κι όχι δισέγγονα κλεφτών κι αρματολών, συναπάντημα φυλών πίσω από λόφους, χωριά που το καθένα έχει το μπαϊράκι του κι εχθρεύεται τους γείτονες περισσότερο κι από τον Οθωμανό κατακτητή του.)
Ξέρω ανθρώπους που η ζωή τους διαλύθηκε τους τελευταίους μήνες. Όχι λίγους. Και θα διαλυθεί κι άλλο.
Να η Μαρία που κάθεται στο βάθος.
-Πες, Μαρία, στους κυρίους τη ζωή σου. Σε δέκα φράσεις.
-Ήμουν εδώ και πέρναγα καλά. Δούλευα 10 ώρες τη μέρα σ’ ένα ιδιωτικό γραφείο. Κουραζόμουν, άλλα μ’ άρεσε η ζωή μου. Πριν από 3 μήνες με κάλεσε το αφεντικό μου και με απέλυσε. Γύρισα στο χωριό της μάνας μου. Σήμερα είμαι εδώ για ν’ αδειάσω το σπίτι, να κουβαλήσω τα πράγματα, να παραδώσω τα κλειδιά.
-Και τι το είχες νοικιασμένο τρεις μήνες έτσι;
-Χτύπαγα πόρτες… Μπας κι αλλάξει τίποτα.
Κύριοι, μπορείτε να δείτε στο πρόσωπο της Μαρίας τα ίχνη της χθεσινής της πάλης. Αποκρύπτει ότι ήρθε από το χωριό της για έναν ακόμη λόγο. Να διαδηλώσει εναντίον του μνημονίου. Αποκρύπτει, επίσης, ότι έχει κατάθλιψη και το βράδυ του συλλαλητηρίου, όταν είδε στην τηλεόραση την πόλη να καίγεται, έπεσε να κοιμηθεί σε ένα στρώμα στο πάτωμα, ανάμεσα στις κούτες. Και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Και σηκώθηκε στις 5 το πρωί και ξαναβγήκε στους δρόμους. Και ενώ οι μάνικες έπλεναν τα αποκαΐδια, πλησίαζε τους αστυνόμους και τους έλεγε «Τι κάναμε, μωρέ! Πώς καταντήσαμε έτσι τη ζωή μας!» – μέχρι που ξημέρωσε και ήρθε το φορτηγό να την πάρει.
Εσύ, με το ζακετάκι, έλα κοντύτερα αγόρι μου. Σε ξέρω. Εγώ σε έβγαλα στη δημοσιογραφία, που να μην έσωνα.
Δες τη Μαρία, όπως θα έβλεπες την τελευταία κολεξιόν της aussieBum. Με τρυφερότητα. Είσαι γιος ενός πασόκου συνδικαλιστή στα πιο άρρωστα χρόνια του κινήματος. Ευθεία δεν ξέρεις τι είναι. Αξιοκρατία ούτε. Με λόμπι, παρεάκια και την υψηλή τέχνη της κολακείας έγινες ένας Βαλκάνιος Ripley – μέχρι και τη σεξουαλικότητά σου μεταμφίεσες. Αν και κατάγεσαι από μούσια και γαλότσες, φιλοτέχνησες ένα μοντελάκι άχρου καλαισθησίας, έγινες η τέλεια λεκάνη που μπορεί να κάτσει πάνω στα φερ φορζέ της Μάρθα Στιούαρτ. Τιτιβίζοντας όλο το απόγευμα μυγοχέσματα σοφίας για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδος και τη σημειολογία του «Glee». Σε ξέρω. Σε είδα μπροστά στο καμένο Αττικόν με κεράκι στο χέρι. Έλα πιο κοντά.
Κάνε μια προσπάθεια να βγεις από την ενυδατωμένη κορμάρα σου και να δεις το σημερινό μας έκθεμα. Ετών 50, ανύπαντρη, χωρίς σπίτι, χωρίς φίλους και εξοστρακισμένη από την πόλη όπου έζησε όλη την ενήλικη ζωή της. Τη βλέπεις;
Δεν μοιάζει ούτε σε σένα ούτε σε μένα. Εμείς έχουμε (ακόμα) τις καβάτζες μας – τις δουλειές μας. Είμαστε φλώροι κι ευνοημένοι. Κι ως τώρα ποιούσαμε την νήσσαν, διότι οι φλόγες της πόλης σβηνόντουσαν με το Perrier μας.
Μα τους τελευταίους μήνες κάτι άλλαξε. Η κρίση έφτασε στην αυλή μας. Κι από μαθηματικά έγινε πραγματικότητα. Κι ήρθε η ώρα να ιεραρχήσεις εκ νέου τις αξίες της ζωής και τις ανάγκες της ύπαρξης.
Μπορείς, λοιπόν, να μου κάνεις μια χάρη, σε παρακαλώ; Έστω, για λόγους στοιχειώδους ευγένειας, μπορείς να μην τρίβεις τις δαντέλες σου πάνω στα μούτρα της; Μπορείς να μην κακαρίζεις την καλιαρντή καλαισθησία σου στο αυτί της; Διότι δεν ζούμε κανονικούς καιρούς, συνηθισμένες μέρες λουσμένες στο φως του «όλα χωράνε»: έχουμε μπει στην εποχή των ριζικών αναγκών, των διαρκών συσχετισμών, της διερώτησης για όλα από την αρχή τα πράγματα.
Καταρρέει το μαγαζάκι της Ελλάδος όπως το ξέραμε κι από την πυρκαγιά προλαβαίνουμε να σώσουμε μόνο ένα-δυο πράγματα. Όχι και το μωρό που κοιμάται και τον πίνακα του Φασιανού. Πρέπει να διαλέξεις, τέκνον μου.
Πήγαινε τώρα, διότι θα λερωθεί και το φουρό σου.
Α, βλέπω το μπαλταδάκι της Μαρίας, που εξέχει από το ταγάρι της. Ναι, η Μαρία έχει ταγάρι κι ίσως αυτό είναι το πρόβλημα για όσους αναγιγνώσκουν τον κόσμο με όρους αισθητικής και όχι με όρους ανάσας κι αίματος. Δεν έχει καν την αύρα της τρέντι αναρχίας. Δεν διαβάζει «Τεφλόν», δεν πάει στο Bios, δεν βάφει τοίχους, δεν είναι ο γιος της Αγγελοπούλου να κατεβαίνει με τον σοφέρ της στους «Αγανακτισμένους» (τον αφήνει Χίλτον και συνεχίζει με τα πόδια… Τις επιφυλλίδες του τις στέλνει στις εφημερίδες με τον Μπλεκ – κι ένα τσεκ οδοιπορικών).
Και βεβαίως δεν ρίχνει μολότοφ, ούτε καίει σινεμά. Δεν ανιά υπό τον μπουρζουά ζυγό της κηδεμόνος της, δεν υποφέρει από τα καυλόσπυρα μιας παρατεταμένης εφηβείας, ούτε έχει σκουλήκια στα μαλλιά όπως οι 500 μπαχαλάκηδες που λυμαίνονται την επαναστατικότητα και το ελληνικό τουίτερ, χτυπώντας σαν σταλινικές δασκάλες την έδρα με τη βέργα της ματαίωσης.
Όχι, η Μαρία είναι μια θαμπή γυναίκα με καθαρά μάτια – τίποτα παραπάνω. Είναι, ας πούμε, του χώρου, αλλά ούτε οι πρωτοποριακοί της κουκούλας τη θέλουν, ούτε οι ευαίσθητοι της νεραντζιάς και του Ζενέτου. Ούτε εγώ θα την ήξερα, αν δεν ερχόμουν εδώ.
Λέω, λοιπόν, ότι τέτοιες ακραίες ώρες, το δικό της δράμα είναι απείρως πιο σημαντικό από το δράμα της Ελένης Μπίστικα.
Απλό, όπως ένα αυγό!
Δεν μιλώ για διάζευξη, μιλώ για ιεραρχία. Η πείνα είναι πιο δυνατή από την ασκήμια. Κι όσοι δεν πεινούν (ακόμα) θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί, γενικώς, με εκείνους που πεινούν.
Συνεπώς, δεν ανταποκρίνομαι στις συγχυσμένες κορώνες κάτω από το άρθρο που έγραψα «Πάλι γι’ άσχετα μιλάμε» στο σάιτ της LifO, την επομένη της μνημονιακής νύχτας. Διακόσια σχόλια μανούρας και κεντήματος. Σταυροβελονιάς και στεναγμών. Και μια γιγαντιαία παρεξήγηση: εννοείται ότι με στενοχωρεί βαθύτατα το κάψιμο της πόλης μου – ιδίως από χέρια θυμωμένων ηλιθίων.
Λοιπόν, επιμένω στις απόψεις μου.
Τώρα θα χωριστούν τα καρτούν και οι άνθρωποι. Θέλω να είμαι με τους ανθρώπους.
ΥΓ.: Και επειδή δεν θέλω να φάω το ψωμί των επαναστατών (δεν είμαι άπληστος στις ηδονές), την επόμενη βδομάδα θα γράψω κάτι φιλόκαλον για την καμπυλόεσσα χάρη του μονοκοτυλήδονου.