Τα ακούσματα των παιδικών μας χρόνων και τα προσωπικά μας βιώματα διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας. Μεγάλωσα σε ένα προσφυγικό χωριό ακούγοντας αντί για παραμύθια ιστορίες των προσφύγων για τη ζωή στην «πατρίδα», τον ξεριζωμό και τις δυσκολίες ενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα. Αργότερα, όταν βρέθηκα στην Πόλη ως φοιτητής, γνώρισα «έναν από εσάς», όπως μου τον παρουσίασαν Τούρκοι συγκάτοικοι στην φοιτητική εστία. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν μου μίλησε ποντιακά. Ήταν από τη Ριζούντα του Πόντου, από αυτούς που έμειναν στην ανταλλαγή του ’24 και ακόμη και σήμερα εθνικιστές της γείτονος αμφισβητούν την «καθαρή τουρκική τους συνείδηση», όπως είδαμε πρόσφατα από δήμαρχο των μικρασιατικών παραλίων του κόμματος Ερντογάν, που κάλεσε μια Τραπεζούντια να ρωτήσει τους παλιότερους για να μάθει πότε έγιναν μουσουλμάνοι στον Πόντο! Ανάλογη συγκίνηση δοκίμασα όταν στο Μισθί της Καππαδοκίας, σε ένα από τα προσκυνήματά μας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ένας εργάτης στα έργα ανακαίνισης της επιβλητικής εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου με ρώτησε στα ποντιακά γιατί στο δάπεδο του ναού δεξιά και αριστερά δεν υπήρχαν πλάκες. Όταν προσπάθησα να του εξηγήσω ότι εκεί ήταν τα στασίδια, μου απάντησε «α, τα σκαμνία!».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή το… μετέωρο βήμα της έκδοσης του τόμου της βουλής για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Για δεκαετίες το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και ευρύτερα της Μικρασίας παρέμενε στο περιθώριο του δημόσιου λόγου της χώρας. Είτε λόγω της απροθυμίας να σκαλίσουμε «οικεία κακά», είτε, το πιθανότερο να μην αναμοχλεύσουμε και άλλους σοβαρούς λόγους αντιπαράθεσης με την Τουρκία, οι τραγικές αυτές σελίδες του μείζονος ελληνισμού ήταν εκτός πολιτικής «ύλης».
Ωστόσο, χάρις στην επιμονή μελετητών του ζητήματος που διαρκώς έφερναν νέα ντοκουμέντα για τη Γενοκτονία, όπως ο κορυφαίος Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, και την πίεση της δεύτερης και τρίτης γενιάς προσφύγων, φθάσαμε στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 να γίνει το πρώτο, αποφασιστικό βήμα. Η ελληνική βουλή ομοφώνως ανακήρυξε την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1998, πάλι με ομοφωνία η Βουλή ανακηρύσσει την 14η Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος».
Στο διάστημα που μεσολάβησε έως σήμερα, έγιναν προσπάθειες το ζήτημα να διεθνοποιηθεί και να αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, ώστε επιτέλους ο θύτης να αναγκαστεί να ζητήσει συγγνώμη, ως πράξη ιστορικής δικαιοσύνης προς τα θύματα των θηριωδιών της περιόδου 1914-1923, αλλά και ως τείχος αποτροπής σε επανάληψη τέτοιων φρικαλέων πρακτικών. Παρά την ισχνή προώθηση του αιτήματος εκ μέρους του ελληνικού κράτους, πάντα υπό ένα φοβικό σύνδρομο αλλά και των τουρκικών αντιδράσεων που ενέχουν και γεωστρατηγική και οικονομική διάσταση, υπήρξαν αναγνωρίσεις της Γενοκτονίας των Ποντίων από την Κύπρο, την Αρμενία, τη Σουηδία, την Ολλανδία, πολιτείες των ΗΠΑ, πόλεις του Καναδά και της Αυστραλίας, ως αποτέλεσμα της δράσης των εκεί ομογενειακών ποντιακών οργανώσεων.
Στην πορεία του χρόνου άρχισε να ωριμάζει η ιδέα για την αναφορά σε ενιαία Γενοκτονία όλων των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Τουρκικής Δημοκρατίας -Ελλήνων του Πόντου και της Ιωνίας, Αρμενίων και Ασσυρίων- άποψη που εισηγηθήκαμε 7 βουλευτές με τον Στέλιο Παπαθεμελή το 2006 αλλά, δυστυχώς, τότε δεν υιοθετήθηκε. Ωστόσο, αυτή η άποψη, που έως και πρόσφατα εξορκιζόταν από διαφόρους, ακόμη και ντόπιους οπαδούς του «συνωστισμού» της προκυμαίας της Σμύρνης, κερδίζει έδαφος διεθνώς. Αυτό αποδεικνύει και το βιβλίο που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στα ελληνικά των Μπένυ Μόρις και Ντορ Ζεβί με τίτλο «Η 30ετής γενοκτονία – Η καταστροφή των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας 1894-1924».
Η αναζήτηση των πραγματικών γεγονότων και η ανάδειξή τους είχε απασχολήσει και την ελληνική βουλή που, μετά την απόφαση του 1994, είχε αναθέσει σε έναν από τους καλύτερους μελετητές της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού, τον πανεπιστημιακό καθηγητή Κωνσταντίνο Φωτιάδη, το έργο της συγγραφής ενός τόμου που θα τεκμηριώνει με αδιάσειστα ντοκουμέντα την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Το έργο αυτό ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 2004, ενώ έγινε και η μετάφρασή του σε έξι γλώσσες, ακριβώς για να ενημερωθούν ξένα κοινοβούλια, διπλωματικές υπηρεσίες, πανεπιστημιακά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, και γενικώς η διεθνής κοινή γνώμη. Να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα του έργου και των μεταφράσεών του παραχωρήθηκαν εφ’ όρου ζωής στη Βουλή των Ελλήνων.
Δυστυχώς, όμως, στη συνέχεια το βήμα έμεινε… μετέωρο. Ενώ τα αντίτυπα εξαντλήθηκαν, δεν υπήρξε καμία επανέκδοση του έργου στα ελληνικά, και κυρίως καμία έκδοση στις γλώσσες στις οποίες μεταφράστηκε. Εστιάζοντας στην εκστρατεία διεθνοποίησης της Γενοκτονίας εκ μέρους της εθνικής αντιπροσωπείας, 114 βουλευτές από όλες τις πτέρυγες της Βουλής, τον Δεκέμβριο του 2010, ζητήσαμε με επιστολή από τον Πρόεδρο της Βουλής την άμεση επανέκδοση του τόμου, καθώς και των μεταφράσεών του στα αγγλικά και στα ρωσικά και την αποστολή του προς τα κοινοβούλια όλου του κόσμου. Την επιστολή ενεχείρισα ο ίδιος στον τότε πρόεδρο της Βουλής Φίλιππο Πετσάλνικο άνευ, όμως, αποτελέσματος.
Έκτοτε, πέρασαν ακόμη 8 έτη, στα οποία συνέβησαν πολλά και κυρίως, η αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας και η εκδήλωση του απειλητικού αναθεωρητισμού της Άγκυρας. Θεωρώντας, λοιπόν, αδήριτη την ανάγκη επανέκδοσης του βιβλίου αποταθήκαμε αυτή τη φορά στον νυν πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα, ο οποίος προς τιμήν του, ανταποκρίθηκε αστραπιαία, και ως εκ τούτου θα έχουμε πολύ σύντομα την έκδοση στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Καταλήγοντας, να επαναλάβουμε το ίσως τετριμμένο, μα πάντα αληθινό, πως οι λαοί που δεν γνωρίζουν την ιστορία τους δεν έχουν μέλλον. Αν ο ελληνισμός επιθυμεί να επιβιώσει των σοβαρών προκλήσεων του 21ου αιώνα οφείλει, πρωτίστως, να ρίξει φως στην ιστορία του και από αυτήν να αντλήσει διδάγματα και δύναμη για να προχωρήσει προς το μέλλον.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι επικεφαλής της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας.