Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας εκφράζει, ομόφωνα, τηνέντονη διαφωνία του αλλά και τον προβληματισμό του σχετικά με την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας σύμφωνα με τον Ν.4692/2020 και τις αρ.74181/Δ1 και 74182/Δ2 (ΦΕΚ 2338Β’/15-06-2020) αποφάσεις, να καταργήσειαπό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Γενικού Λυκείου μαθήματα όπως εκείνα της Καλλιτεχνικής Παιδείας (εικαστικά, μουσική, θεατρολογία, με επιλογή), του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και της Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων από την Α’ Λυκείου, των Ερευνητικών Δημιουργικών Δραστηριοτήτων (Α’ και Β’ Λυκείου), των Κοινωνικών Επιστημών από τη Β’ Λυκείου, της Κοινωνιολογίας και του Γραμμικού και Ελεύθερου Σχεδίου από τη Γ’ Λυκείου.
Φαίνεται, με αυτή την νομοθετική ρύθμιση,ότι πολιτική πρόθεση της κυβέρνησης είναι η αποδυνάμωση όλων εκείνων των γνωστικών αντικειμένων που διευρύνουν την ουσιώδη ανάπτυξη της κριτικής και διεπιστημονικής σκέψης, τη γενική καλλιέργεια και τη δημιουργικότητα των νέων της χώρας, τις διαθεματικές προσεγγίσεις στην έρευνα και την ομαδική εργασία. Φαίνεται να απομακρύνεται η πολιτική του Υπουργείου Παιδείας από ένα όραμα γενικής παιδείας που έχει στόχο τη υποστήριξη όλων εκείνων των δημιουργικών δυνατοτήτων, τις οποίες κάθε νέο υποκείμενο χρειάζεται ώστε να αναπτυχθεί ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να συμβάλλει στις δυναμικές δυνατότητες του κοινωνικού και παραγωγικού χώρου, στον οποίο ανήκει. Τα καλλιτεχνικά μαθήματα, γενικά, αλλά και τα μαθήματα του ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου, ειδικά, συμβάλλουν στην εξοικείωση των μαθητών με την αντίληψη του χώρου, των συμβολικών μορφών και των αναπαραστάσεων, με τις ποιητικές και αισθητικές εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας, σημαντικές ικανότητες για την πολιτιστική ανάπτυξη της κοινότητας, χωρίς την οποία κανένα επιστημονικό επίτευγμα δεν είναι δυνατό.
Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας δυσχεραίνει περισσότερο τόσο τις εκπαιδευτικές δυνατότητες των νέων όσο και τη θέσητων αρχιτεκτόνων εκπαιδευτικών μιας και έρχεται σε συνέχεια της αφαίρεσης, πριν από δύο χρόνια, μαθημάτων της αρμοδιότητάς τους, όπως η Ιστορία Τέχνης, οι Αρχές Σύνθεσης καιτο Ελεύθερο Σχέδιοστα Επαγγελματικά Λύκεια. Οι αρχιτέκτονες εκπαιδευτικοί με τη διεπιστημονική κατάρτισή τους που περιλαμβάνει γνώσεις από τις ανθρωπιστικές και τις θετικές επιστήμες, την τέχνη και την ιστορία του πολιτισμού, την κατανόηση των φαινομένων που αφορούν το χώρο, τις πόλεις και το περιβάλλον, αποτελούν πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί συμβάλλει στην ανασυγκρότηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με πολυδιάστατο τρόπο.
Να σημειωθεί ότι,τα πεδία των μαθημάτων που καταργούνται αντιστοιχούν σε μαθήματα στα οποία εξετάζονται οι νέοι/νέες προκειμένου να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια.Αυτό υποχρεώνει χιλιάδες μαθητές/τριες του Λυκείου είτε να στραφούν σε ιδιωτικά φροντιστήρια είτε να αποκλειστούν από τη δυνατότητα φοίτησής τους σε τμήματα Αρχιτεκτόνων, Καλών Τεχνών, Μουσικών Σπουδών, Γραφιστικής, Διακόσμησης, Φωτογραφίας, Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης. Με άλλα λόγια, με την εφαρμογής αυτής της πολιτικής ανοίγει ένας νέος κύκλος διεύρυνσης κοινωνικών αλλά και γεωγραφικών ανισοτήτων όσον αφορά στην πρόσβαση σε αυτά τα πεδία γνώσης.
Αν λάβουμε υπόψη την κρίσιμη διεθνή συγκυρία (κοινωνική, πολιτική, υγειονομική, περιβαλλοντική, οικονομική),στην οποία έχει εισέλθει και η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την μετανάστευση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού νεαρής ηλικίας στο εξωτερικό και την έντονη δημογραφική συρρίκνωση, αναρωτιόμαστε πώς αυτές οι μεταρρυθμίσεις, στη λογική της κατάργησης αντί της διεύρυνσης, της ενίσχυσης και της παροχής όλων των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων προς τους/τις νέους/νέες, μπορεί να οδηγήσει σε ένα ευοίωνο, μακροπρόθεσμο σχέδιο ανασυγκρότησης των παραγωγικών και πολιτιστικών δυνάμεων της χώρας, το οποίο να σέβεται τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.
Με βάση τα παραπάνω, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας καλεί το Υπουργείο Παιδείας να επανεξετάσει την απόφαση της κατάργησης των μαθημάτων επιλογής στο Γενικό Λύκειο και, όχι μόνο να τα επαναφέρει στο ωρολόγιο πρόγραμμα, αλλά να ξεκινήσει μια διαδικασία διαλόγου με την εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία θα έχει στόχο την ουσιαστική αναβάθμισή τους μέσα από πολιτικές δημόσιας, δίκαιης (πρόσβασης σε όλους/όλες) μόρφωσης και καλλιέργειας του ολοένα και πιο συρρικνωμένου νεαρού δυναμικού της χώρας.