Οι τεράστιες ελλείψεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά οι υγειονομικοί και οι ασθενείς στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, που δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στις μεγάλες ανάγκες της πόλης, ιδιαίτερα μπροστά στη νέα έξαρση της πανδημίας, καθώς και οι διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων για την απαξίωσή του, αναδείχθηκαν στο πλαίσιο της χτεσινής επίσκεψης κλιμακίου του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον βουλευτή του Κόμματος Γιώργο Λαμπρούλη. Ο Γ. Λαμπρούλης είχε διαδοχικές συναντήσεις με εκπροσώπους από το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Εργαζομένων , την Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων – Κέντρων Υγείας Λάρισας (ΕΙΝΚΥΛ) και με τη διοίκηση του νοσοκομείου.
Παραμένουν οι τεράστιες ελλείψεις προσωπικού
Οι εκπρόσωποι των γιατρών και των εργαζομένων επισήμαναν τις μεγάλες ελλείψεις σε ιατρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό, καθώς οι μόλις 31 προσλήψεις παραϊατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με το καθεστώς των επικουρικών, που έγιναν αυτή την περίοδο της πανδημίας, και οι 7 προσλήψεις επικουρικών γιατρών που θα ολοκληρωθούν στα τέλη Σεπτέμβρη, δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν τις ανάγκες που υπάρχουν.
Χαρακτηριστικό είναι πως έχουν χρόνια να γίνουν προσλήψεις μόνιμων γιατρών, ενώ ισχύει ακόμη το πετσοκομμένο μνημονιακό οργανόγραμμα του 2012, το οποίο η ίδια η διοίκηση του ΓΝΛ το χαρακτήρισε “ξεπερασμένο”, καθώς δεν αποτυπώνει τα πραγματικά κενά με βάση τις αυξημένες ανάγκες. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, “υπάρχουν κλινικές και υπηρεσίες που παρέχονται , αλλά δεν φαίνονται” . Και φυσικά αυτές λειτουργούν με τη γνωστή μέθοδο των μετακινήσεων από μονάδα σε μονάδα, δηλαδή το να μισοκλείνει μια τρύπα και να ανοίγουν πολλές άλλες. Αξίζει να σημειωθεί πως ο οργανισμός του Νοσοκομείου μειώθηκε το 2012 από 150 θέσεις γιατρών σε 122. Αντίστοιχες μειώσεις έγιναν και στο νοσηλευτικό προσωπικό όπου από 776 που ήταν το 2010, έπεσε στους 520. Οι ελλείψεις που υπάρχουν για να καλυφτούν οι αυξημένες ανάγκες, σύμφωνα με τα σωματεία των υγειονομικών είναι κοντά στις 300 και έχουν σαν αποτέλεσμα την υπερεντατικοποίηση της εργασίας για τη συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών και των εργαζομένων στο νοσοκομείο, με ορισμένους να παίρνουν φέτος τις άδειες του 2018 και την υποβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα του Νομού Λάρισας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Ενδεικτικά Τμήματα όπως τα Παθολογικά, το Παιδοχειρουργικό, η Μονάδα Νεφρού, το Ορθοπεδικό, το Μαιευτικό-Γυναικολογικό υπολειτουργούν.
Άθλιες υποδομές , ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή.
Η κατάσταση του κτιρίου και των υποδομών είναι άθλιες. Στον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό οι ελλείψεις είναι μεγάλες, ενώ ο υφιστάμενος πλέον είναι πεπαλαιωμένος και προβληματικός. Ενδεικτικά ο αξονικός τομογράφος παρουσιάζει προβλήματα στη λειτουργία του, στην Καρδιολογική ενώ θα έπρεπε να λειτουργούν τέσσερα μηχανήματα για υπερήχους, λειτουργεί μόνο ένα, οι κλίβανοι της αποστείρωσης αποτελούν “μουσειακά κομμάτια”, αφού συμπλήρωσαν 25 χρόνια λειτουργία (οι προδιαγραφές ήταν για 15 χρόνια)
Τεράστιο το πρόβλημα με την άθλια κτιριακή υποδομή του νοσοκομείου αφού τα κτίρια είναι παμπάλαια, με βαθιές διαβρώσεις από το χρόνο, χωρίς κανονική θέρμανση και ψύξη, με ασανσέρ που όταν λειτουργούν είναι προβληματικά και απειλείται η σωματική ακεραιότητα όσων τα χρησιμοποιούν.
Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στις συναντήσεις, το Γενικό Νοσοκομείο υπέστη μείωση του προϋπολογισμού του κατά 60% από το 2011, γεγονός που φανερώνει τις διαχρονικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων που πετσόκοψαν τους κρατικούς προϋπολογισμούς για την Υγεία και την Πρόνοια. Όπως τόνισαν οι εργαζόμενοι υπάρχουν προβλήματα με τις προμήθειες αναγκαίων υλικών αλλά και φαρμάκων.
Κίνδυνος από την μετατροπή του ΓΝΛ σε κορονο-νοσοκομείο, θα υπάρξουν σοβαρές δυσκολίες για τις υπόλοιπες ανάγκες.
Αντίστοιχα στις συναντήσεις επισημάνθηκε ότι αυτή τη στιγμή συνολικά υπάρχουν 20 κλίνες ΜΕΘ, 12 για τον COVID-19 , ενώ υπάρχουν άλλες 8 κλίνες για ύποπτα κρούσματα και άλλες 7 κλίνες για θετικούς. Επισημάνθηκε ότι δεν πρέπει και δεν μπορεί το ΓΝΛ να μετατραπεί σε «νοσοκομείο κορονοϊού», καθώς είναι ένα νοσοκομείο που εξυπηρετεί καθημερινά εκατοντάδες ανθρώπους που έχουν άλλες ασθένειες .
Με αφορμή τα κρούσματα σε υγειονομικούς στις αρχές Αυγούστου, αναδείχθηκε επίσης η έντονη ανησυχία για την ανεπαρκή λήψη μέτρων προστασίας των υγειονομικών. Οπως τόνισε ο Γιώργος Λαμπρούλης, απαιτούνται συχνά test για όλο το προσωπικό ενώ σημείωσε πως οι καθυστερήσεις στην έκδοση των αποτελεσμάτων και οι μέθοδοι που ακολουθούνται, όπως τα ερωτηματολόγια, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να προστατέψουν την υγεία και τη ζωή των ίδιων και των ασθενών.Σε αυτή τη βάση αναδείχθηκαν και οι ελλείψεις σε Μέσα Ατομικής Προστασίας, με τις μάσκες και τα γάντια να δίνονται μεν, αλλά με το σταγονόμετρο.
Το ΚΚΕ στηρίζει σταθερά τον αγώνα των εργαζομένων
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Λαμπρούλης χαρακτήρισε απαράδεκτο το γεγονός να βρισκόμαστε στο 2020 με την επιστήμη και την τεχνολογία να έχουν κάνει τεράστιες προόδους και ο λαός να μην μπορεί να έχει τη στοιχειώδη φροντίδα Υγείας. Τόνισε πως πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα της βαρβαρότητας και της σαπίλας του καπιταλισμού και σημείωσε πως αντίστοιχα συμπεράσματα βγαίνουν και από την κατάρρευση του συστήματος Υγείας την περίοδο έξαρσης του κορονοϊού σε κράτη με ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες.
Σημείωσε ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το νοσοκομείο, όπως και οι περισσότερες δημόσιες δομές Υγείας σε όλη τη χώρα, είναι το αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις, που δεν έχει ως προτεραιότητα την υγεία και την ανθρώπινη ζωή, αντίθετα τη θεωρεί «κόστος» και ταυτόχρονα ευκαιρία επιχειρηματικής δράσης.
Ο Γ. Λαμπρούλης σημείωσε ότι το ΚΚΕ θα είναι στο πλευρό των εργαζομένων τόσο μέσα στη Βουλή, με Ερωτήσεις και παρεμβάσεις, όσο και στο δρόμο και τις αγωνιστικές τους κινητοποιήσεις. Κάλεσε τους εργαζόμενους στο νοσοκομείο, μαζί με όλο το λαό, να δυναμώσουν τον αγώνα για αποκλειστικά κρατικό σύστημα Υγείας – Πρόνοιας, καθολικό, σύγχρονο και απολύτως δωρεάν, οι υπηρεσίες του οποίου θα αποτελούν στην πράξη κατοχυρωμένο κοινωνικό αγαθό. Να παλέψουν για πλήρη κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων μονάδων Υγείας, μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, για την πλήρη στελέχωσή τους.