Βρέθηκα ως παρατηρητής του ΟΑΣΕ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2008. Τότε ο Μπαράκ Ομπάμα είχε καταγράψει ρεκόρ ψήφων, αγγίζοντας τα 70 εκατομμύρια, ενώ η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου στις ΗΠΑ εκλήφθηκε και ως απάντηση στη θεωρία Χάντιγκτον για τη σύγκρουση πολιτισμών. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας. Οι προσδοκίες για ειρηνική συνύπαρξη λαών με διαφορετικό πολιτισμικό-θρησκευτικό φορτίο δεν επιβεβαιώθηκαν, ενώ η Αμερική σταδιακά άρχισε να αποποιείται τον ηγετικό της ρόλο στον δυτικό κόσμο.
Οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 2020 θα μείνουν αναμφίβολα για πολλούς λόγους στην ιστορία. Καταρχάς λόγω της πρωτοφανούς συμμετοχής των Αμερικανών που έφθασε στο 67%! Σε μια χώρα που, παραδοσιακά -και σε αντίθεση με την υπερπολιτικοποιημένη Ευρώπη- η πολιτική δεν αποτελούσε βασική προτεραιότητα των κατοίκων της, αυτό που συνέβη είναι μια μικρή επανάσταση προς όφελος της ίδιας της δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, συνοδεύθηκε, και προφανώς ενισχύθηκε, από μια άνευ προηγουμένου πολιτική πόλωση. Η αμερικανική κοινωνία έδειξε ότι είναι βαθύτατα διχασμένη, και μάλιστα ενίοτε φθάνοντας στα όρια της ακραίας αντιπαράθεσης -αν κρίνουμε από τις αδιανόητες εικόνες ακόμη και οπλοφόρων έξω από εκλογικά τμήματα!
Ο αμφιλεγόμενος Ντόναλντ Τραμπ κατόρθωσε, παρά τις για μια ακόμη φορά αποτυχημένες δημοσκοπήσεις και προβλέψεις των ειδημόνων, να χάσει μόλις στο νήμα, αυξάνοντας μάλιστα τον αριθμό των ψήφων που έλαβε –ξεπέρασαν τα 70 εκατομμύρια!- σε σχέση με το 2016. Κι αυτό ενώ ακόμη μαίνεται η πανδημία του covid-19, που έχει στερήσει δεκάδες χιλιάδες ζωές στις ΗΠΑ, με ευθύνη οπωσδήποτε και του προέδρου, που υποτίμησε και χλεύασε αρχικώς τον κίνδυνο. Ίσως μάλιστα αν δεν ήταν ο κορονοϊός, ο Τραμπ να κέρδιζε τις εκλογές…
Προφανώς, λοιπόν, αυτό που εκπροσωπεί ο “τραμπισμός” βρίσκει ανταπόκριση σε πλατιά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Δηλαδή, ο μισός σχεδόν πληθυσμός ενστερνίζεται το “America First”, που συνεπάγεται ένα είδος απομονωτισμού, την επιστροφή στην Αμερική των επιχειρήσεων που μετακινήθηκαν στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης σε τρίτες χώρες όπως η Κίνα, τον περιορισμό της μετανάστευσης, αλλά ακόμη και την οπλοκατοχή και την ακατάσχετη συνομωσιολογία.
Ως εκ τούτου, ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα έχει ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο, προσπαθώντας να κλείσει ανοιχτές πληγές και τεράστια εσωτερικά χάσματα. Θα πρέπει να διατηρήσει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας παράλληλα με την αντιμετώπιση της πανδημίας, ώστε να ικανοποιηθεί η πληττόμενη και στις ΗΠΑ μεσαία τάξη, αλλά και να είναι φειδωλός στην εφαρμογή της πολιτισμικής του ατζέντας. Κάποιοι από τους ψηφοφόρους του ήταν ανάμεσα στους ακτιβιστές που κατεδάφιζαν τα αγάλματα του Κολόμβου και του Λίνκολν, μετά τη δολοφονία από αστυνομικούς του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ. Αυτές οι ακρότητες έστειλαν κόσμο στο στρατόπεδο του Τραμπ ακόμη και μεταξύ των μετριοπαθών πολιτών.
Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, ως ελληνισμός μπορούμε να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι. Η ομολογημένη στενή σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν άφησε χώρο στον τελευταίο να κινείται ανεξέλεγκτα τα 4 τελευταία χρόνια. Η Τουρκία έφθασε στο σημείο να αγνοεί με περισσή αυθάδεια τις ΗΠΑ και τον δυτικό κόσμο, προβαίνοντας σε ενέργειες που πλήττουν άμεσα τα λεγόμενα σημαντικά δυτικά συμφέροντα. Ακόμη και η επιβολή κυρώσεων για την αγορά των S-400 από τη Ρωσία, σύμφωνα με τον νόμο για την αντιμετώπιση αντιπάλων της Αμερικής, βρήκε “τοίχο” στην προεδρική απροθυμία.
Ελπίζουμε ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν θα επιβάλει μια πιο αυστηρή στάση έναντι του “σουλτάνου” και θα επαναφέρει τη βεβαιότητα ότι σε μια κρίσιμη στιγμή -όπως τον περασμένο Αύγουστο που φθάσαμε στο παρά πέντε ανεξέλεγκτων καταστάσεων- ένα αμερικανικό τηλεφώνημα μπορεί να επιφέρει αποκλιμάκωση της έντασης. Ο νέος πρόεδρος με την τεράστια πολιτική του πείρα είναι αναμφισβήτητα άριστος γνώστης των πραγμάτων της ανατολικής Μεσογείου και του ελληνισμού ειδικότερα. Ο ίδιος “δαιμονοποιήθηκε” από την Άγκυρα κατά την προεκλογική περίοδο για τις απόψεις που διατύπωσε για τον πρόεδρο Ερντογάν και την ανάγκη αποβολής του από την τουρκική πολιτική σκηνή. Ωστόσο, να μην λησμονούμε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει τα δικά της διαχρονικά στρατηγικά συμφέροντα, που προηγούνται των δικών μας αναγκών. Για την Ουάσιγκτον είναι αδιανόητο να χαθεί η Τουρκία από το “δυτικό μαντρί”. Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει κατανοητό στους συμμάχους μας ότι αυτή η θέση μπορεί να έχει και την δική μας υπογραφή, εφόσον η Άγκυρα συμπεριφερθεί με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και απορρίψει τη νέο-οθωμανική της ατζέντα έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα για τον κατευνασμό της γείτονος.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (ΔΣΟ), βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας και πρώην υπουργός.