Το χειμώνα του 1944, στον κατεχόμενο θεσσαλικό κάμπο έλαβε χώρα η «μάχη της σοδειάς» ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές, που ήθελαν να κατάσχουν τα σιτηρά των αγροτών για την τροφοδοσία του στρατού τους, και την ελληνική αντίσταση που το απέτρεψε. Μια νέα, παγκόσμια αυτή τη φορά, μάχη της σοδειάς φαίνεται πως προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς έχει επιφέρει ήδη σοβαρούς κλυδωνισμούς στην παγκόσμια οικονομία, λόγω, κυρίως, της ραγδαίας αύξησης των τιμών στον τομέα της ενέργειας που με την σειρά τους επηρεάζουν κάθε οικονομική δραστηριότητα. Κι αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η ανθρωπότητα επιχειρούσε να επουλώσει τις «πληγές» που άνοιξε η επέλαση της πανδημίας στο παγκόσμιο εμπόριο και στις μεταφορές.
Ένας από τους κλάδους της οικονομίας που πλήττεται άμεσα και σφόδρα είναι ο πρωτογενής τομέας. Το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων σκαρφαλώνει ταχύτατα, συμπαρασυρόμενο από τις αυξήσεις στα καύσιμα και τα εφόδια. Η τιμή του φυσικού αερίου, η οποία είναι η συνιστώσα που ανεβάζει περισσότερο την ηλεκτρική ενέργεια, έσπασε κάθε ιστορικό προηγούμενο. Η ετήσια αύξηση της τιμής του, εντός Μαρτίου, έφθασε στο δυσθεώρητο 554%. Μέσα σε έναν χρόνο οι αυξήσεις στη διεθνή τιμή του πετρελαίου ξεπέρασαν το 75%. Οι συνθήκες αυτές είναι εύλογο ότι προκαλούν «ηλεκτροσόκ» στους παραγωγούς, οι οποίοι προβληματίζονται για το πώς θα ανταποκριθούν στην εντατικοποίηση των καλλιεργητικών εργασιών που λαμβάνουν χώρα την εαρινή περίοδο.
Την ίδια ώρα, προκύπτει ουσιαστικό πρόβλημα με τις τιμές, αλλά εσχάτως και με τη διαθεσιμότητα, στα λιπάσματα. Ο καλπασμός των τιμών στην ενέργεια, που είχε παρατηρηθεί και πριν την ρωσική εισβολή, επέβαλε την αναστολή λειτουργίας μεγάλων εργοστασίων λιπασμάτων στην Ευρώπη, ενώ, πλέον, η Ρωσία, κύρια παραγωγός λιπασμάτων, πάγωσε τις εξαγωγές. Η πλημμελής, όμως, λίπανση των αγρών θα επιφέρει μείωση στην παραγωγή και κατά συνέπεια συρρίκνωση του εισοδήματος στους αγρότες και περεταίρω αδυναμία στην κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε σιτηρά. Παράλληλα, οι ισορροπίες στην παραγωγή σιτηρών ανατρέπονται, καθώς οι δύο εμπόλεμες χώρες πρωτοστατούν στην παραγωγή και εξαγωγή σιτηρών σε όλο τον κόσμο. Ήδη, κατά τις πρώτες 15 ημέρες του πολέμου, οι τιμές στα σιτηρά εκτινάχθηκαν κατά 38%, ξεπερνώντας τα 400 ευρώ τον τόνο. Κατά συνέπεια, είναι ορατός ο κίνδυνος της έλλειψης σε σιτηρά-δημητριακά, γεγονός που, εύλογα, θα έχει άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στη διατροφική αλυσίδα.
Σοβαρό πλήγμα από τις παραπάνω εξελίξεις θα υποστεί μοιραία και η κτηνοτροφία. Ήδη ο κλάδος πλήττεται από την μεγάλη άνοδο στις τιμές των ζωοτροφών την περίοδο της πανδημίας, που ουσιαστικά εξανέμισαν την ανάκαμψη στις τιμές πώλησης του γάλακτος. Επιπλέον, η κρεατοπαραγωγή ζημιώθηκε σημαντικά από το κλείσιμο της εστίασης την περίοδο των lockdown. Συνεπώς, περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης σε ότι αφορά στις τιμές και τη διαθεσιμότητα των ζωοτροφών, που θα πυροδοτηθεί από την έλλειψη εισαγωγών δημητριακών από Ουκρανία και Ρωσία, θα πολλαπλασιάσει τα προβλήματα στην κτηνοτροφία. Ήδη καταγράφονται μεγάλες αυξήσεις στο καλαμπόκι. Η βιωσιμότητα των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα διότι μια διεύρυνση της κρίσης που αντιμετωπίζουν θα έχει ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο στην διατροφική αλυσίδα.
Αναμφίβολα, το ράλι αυξήσεων στην ενέργεια έχει «στριμώξει» τους καταναλωτές που βλέπουν τους λογαριασμούς τους να φουσκώνουν υπερβολικά από τον πληθωρισμό που ανήλθε στο 7,2%, το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 25ετίας. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από την μείωση της κατανάλωσης που με την σειρά της θα επιδεινώσει την κατάσταση των επιχειρήσεων αλλά και του αγροτικού τομέα, αναγκάζοντας τους να προχωρήσουν σε αυξήσεις των τιμών για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν και εν τέλει, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο.
Η παραπάνω λίαν επικίνδυνη κατάσταση ωθεί τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ να λαμβάνουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για να ανταπεξέλθουν στις μεγάλες προκλήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση, παράλληλα με τις προτάσεις που προωθεί εντός της ΕΕ, λαμβάνει στοχευμένα μέτρα για την ανακούφιση της κοινωνίας από τις επιπτώσεις της κρίσης.
Σε ότι αφορά στην ελάφρυνση των αγροτών έχει προχωρήσει σε μέτρα ύψους 200 εκατ. ευρώ, με κυριότερα εξ αυτών τη γενναία επιδότηση της ρήτρας αναπροσαρμογής στο ρεύμα, τη μερική επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο και την ενίσχυση των κτηνοτρόφων για την προμήθεια ζωοτροφών.
Βεβαίως, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του αναγνώρισε, τα μέτρα αυτά μπορεί να ανακουφίζουν εν μέρει, αλλά δεν αρκούν για την κάλυψη του συνόλου της ζημίας που προκαλεί η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας. Η χώρα, όμως, μετά την περιπέτεια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, που λίγο έλλειψε να μας οδηγήσει εκτός ΕΕ, οφείλει να είναι προσεκτική. Γι΄ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωτοστατεί, μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, στην πίεση για τη λήψη μέτρων σε επίπεδο Βρυξελών, ώστε να ξεκλειδώσουν νέες δυνατότητες για παρεμβάσεις.
Ο πόλεμος φαίνεται ότι σπρώχνει την Ευρώπη με ταχύτερα βήματα στην συγκρότηση ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Μακάρι να οδηγήσει και σε πιο συνεκτική ενεργειακή πολιτική, αλλά και γενναιότερη στήριξη του πρωτογενούς τομέα για τη διασφάλιση της αυτάρκειας σε ποιοτικά τρόφιμα στη γηραιά μας ήπειρο.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.