Ενώ βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές -που διεξάγονται σε συνθήκες πρωτόγνωρης αδιαφορίας των πολιτών- οφείλουμε, δυστυχώς, να παραδεχθούμε ότι το ευρωπαϊκό όραμα έχει από καιρού αρχίσει να ξεθωριάζει. Η εικόνα μιας ενιαίας, ισχυρής, δημοκρατικής, ελεύθερης Ευρώπης, οδηγός και «φάρος» για ολόκληρο τον κόσμο, δεν συνεπαίρνει τους Ευρωπαίους πολίτες με την ίδια ένταση όπως στο παρελθόν. Οι τάσεις του ευρωσκεπτικισμού εντείνονται ακόμη και στον άλλοτε ευρωπαϊκό πυρήνα. Διαπιστώνουμε την αύξηση των ποσοστών των λαϊκίστικων και ακραίων κομμάτων σε χώρες που θα μας φαίνονταν αυτό αδιανόητο πριν από κάποιες δεκαετίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η δυναμική του AFD στην Γερμανία ή η πρωτιά που φαίνεται να διεκδικεί στις ευρωεκλογές του Ιουνίου το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία. Τα ίδια φαινόμενα τα παρατηρούμε και σε πολλές άλλες χώρες, ενώ νωπή είναι η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, με το περίφημο BREXIT.
Ταυτοχρόνως, βλέπουμε μια ΕΕ που αδυνατεί να εκφράσει τον δικό της συνεκτικό λόγο στην παγκόσμια σκακιέρα, σε μια εποχή που κυριολεκτικά ο κόσμος έχει πάρει φωτιά. Το κενό μιας ξεκάθαρης ευρωπαϊκής πολιτικής αποκαλύφθηκε περίτρανα τόσο στα τεκταινόμενα της Μέσης Ανατολής, όσο βεβαίως και στον πόλεμο της Ουκρανίας, δηλαδή όχι απλά στην «αυλή» της, αλλά σχεδόν μέσα στο «σπίτι» της. Η ταύτιση με τις ΗΠΑ, μετά τη ρωσική εισβολή, αποτέλεσε μια διέξοδο, η οποία όμως τίθεται εν αμφιβόλω στην προοπτική επιστροφής στον Λευκό Οίκο του αμφιλεγόμενου Ντόναλντ Τραμπ. Η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι η Ευρώπη παραμένει μια ατελής ένωση, καθώς δεν διαθέτει τα αυτονόητα, δηλαδή μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας.
Βεβαίως, όλων αυτών έχει προηγηθεί μια πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών, και ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης, που οφείλεται και στην μεταφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε χώρες της ανατολής. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, καθώς στη διάρκεια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, που οδήγησε στα μνημόνια και την ευρωπαϊκή επιτροπεία, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι εταίροι μας και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών μας αντιμετώπιζαν με μια τιμωρητική διάθεση.
Επιπλέον, ρήγματα στην κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση προκλήθηκαν από την έλλειψη ουσιαστικής αλληλεγγύης προς τον ευρωπαϊκό νότο στην αντιμετώπιση των μεγάλων μεταναστευτικών εισροών. Εικόνα, βεβαίως, άκρως απογοητευτική από μια ένωση που φιλοδοξεί στην εμβάθυνση και ολοκλήρωσή της.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη πάσχει από έλλειμα οραματικών ηγεσιών. Σε αντίθεση με τους πατέρες του ευρωπαϊκού οράματος, όπως ήταν ο Ντε Γκωλ, ο Αντενάουερ ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι περισσότεροι πολιτικοί ταγοί σήμερα έχουν μια στενή οπτική των πραγμάτων.
Παρ’ όλες, όμως, τις αδυναμίες της, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να θεωρείται ως ο «κήπος της Εδέμ» για όλους τους κατατρεγμένους του κόσμου. Κι αυτό γιατί δεν διαθέτει μόνο υποδομές και κοινωνικό κράτος -έστω συρρικνούμενο-, αλλά και δημοκρατία, πολυφωνία, ελευθερία του Τύπου, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό το ανεκτίμητο κεκτημένο οφείλουμε, επομένως, να το υπερασπιστούμε σήμερα και να το διευρύνουμε αύριο.
Και το πρώτο βήμα γι αυτό είναι μέσω της επιλογής σοβαρών και καταρτισμένων προσώπων, που θα μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες. Το ευρωκοινοβούλιο δεν είναι πασαρέλα διασήμων, αλλά στίβος σκληρής πολιτικής δράσης, καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί έχουν σοβαρό αντίκτυπο στις ζωές μας. Αν θέλουμε, λοιπόν, μια άλλη Ευρώπη, και μέχρι αυτή να γίνει πραγματικότητα, ας ξεκινήσουμε από τις σωστές επιλογές στις εκλογές της 9ης Ιουνίου.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.