Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αν και δεν επέτυχε τον αντικειμενικό της στόχο που ήταν η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, κατάφερε να δώσει στην ελληνική πολιτική ζωή ένα σύμβολο ή καλύτερα ένα βάθρο νομιμοποίησης για τις αποφάσεις που πήραν όλες οι ελληνικές Κυβερνήσεις από το 1974 και μετά. Με άλλα λόγια η πολιτική ζωή της χώρας μεταπολιτευτικά τροχιοδρομήθηκε πάνω στις ράγες που έστησε η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973.
Η εξέγερση, μάλιστα, αυτή προσέφερε στην ελληνική κοινωνία αυτό που δεν μπόρεσε να προσφέρει στη γαλλική, η εξέγερση του Μάη του 1968, μολονότι η γαλλική εξέγερση ήταν μεγαλύτερη σε κλίμακα και προβολή. Έδωσε, δηλαδή, το Πολυτεχνείο στην Ελληνική κοινωνία μία νέα πολιτική «τάξη», μία νέα πολιτική ελίτ, την περιώνυμη «γενιά του Πολυτεχνείου».
Η νέα αυτή πολιτική ελίτ, που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, πήρε στις πλάτες της μια χώρα με πολιτικά τραύματα, αλλά και με μία οικονομία ανθούσα και με μία αξιοσημείωτη πολιτισμική ομοιογένεια. Δημιούργησε πληθώρα προσδοκιών και υποσχέσεων, ευαγγελιζόμενη την αναγέννηση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας και προτείνοντας μία πνευματική πολιτισμική επανάσταση.
Το ερώτημα, λοιπόν, έρχεται στα χείλη μας κατά τρόπο αβίαστο: Τι κατάφερε τελικά να επιτύχει αυτή η «γενιά της αλλαγής»; Κατάφερε να τα αλλάξει όλα όπως ευαγγελίζονταν; Η απάντηση, δυστυχώς, εκ του αποτελέσματος είναι μία. Η «γενιά της αλλαγής» πραγματικά κατάφερε να αλλάξει τα πράγματα… αλλά προς το χειρότερο.
Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν την παραπάνω παραδοχή. Πρώτον, η σημερινή τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας είναι αποτέλεσμα των στρατηγικών επιλογών που έγιναν από την περιλάλητη «γενιά του Πολυτεχνείου». Η επιλογή του στείρου κομματισμού μας κόστισε πανάκριβα. Ο φατριαστικός κομματισμός κατάπιε τα πάντα. Κοινοβούλιο, δημόσια διοίκηση, αυτοδιοίκηση, συνδικαλισμός ακόμη και Πανεπιστήμια υπέστησαν τον σφιχτό εναγκαλισμό της κομματοκρατίας, που επιπροσθέτως αντιμετώπισε το κράτος ως όχημα πλουτισμού, τόσο για εκείνους που επέβαιναν του οχήματος, όσο και για εκείνους που απέκτησαν σχέσεις μαζί του κατά τη λειτουργία του.
Το δεύτερο δε μεγάλο «επίτευγμα» της «γενιάς του Πολυτεχνείου» υπήρξε η πνευματική και ηθική κατάπτωση του έλληνα που όχι μόνο δεν οδήγησε σε μια υγιή πολιτισμική επανάσταση, αλλά αντιθέτως δημιούργησε συνθήκες πολιτισμικής αφαίμαξης και αποχαύνωσης. Το «επίτευγμα» αυτό υλοποιήθηκε μέσω του αφελληνισμού της παιδείας και μέσω μιας πολιτικής πρακτικής που στηλίτευε ως ακραίο, σωβινιστή και πατριδοκάπηλο οποιονδήποτε τολμούσε να μιλήσει για πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, ελληνική γλώσσα, ελληνική ιστορία και παράδοση.
Με άλλα λόγια βασικές σταθερές του ελληνικού τρόπου του σκέπτεσθαι επλήγησαν βαναύσως, ενώ θα έπρεπε να θεωρούνται αναγκαίες και αυτονόητες. Μπορεί να σκεφτεί η «γενιά του Πολυτεχνείου» πως θα μπορέσουμε να εξέλθουμε από τη σημερινή κρίση εάν δεν στηριχτούμε στο εθνικό μας φιλότιμο και στην εθνική μας αξιοπρέπεια; Θα καταστούμε απλά μια ανυπόληπτη ευρωπαϊκή επαρχία χωρίς ίχνος εθνικής αυτοσυνειδησίας και θα συνεχίσουμε να τσαλαβουτάμε μέσα στα βρομόνερα της πολυδιάστατης κρίσης που ήδη βιώνουμε.
Μετά απ’ όλα αυτά μπορεί να ρωτήσει κανείς: Η περιώνυμη «γενιά του Πολυτεχνείου» κατανόησε τα σφάλματα, τα αποστήματα και τις ανεπάρκειές της; Μάλλον όχι. Για τους επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς αυτής μάλλον φταίνε κάποιοι άλλοι. Όμως, η καμήλα που κοιτάει τις καμπούρες των άλλων καλά θα κάνει κάποιες φορές να γυρίζει και να κοιτάει και τη δική της καμπούρα γιατί ίσως εκεί βρίσκεται η πηγή πολλών δεινών. Σήμερα, ήρθε η ώρα η «γενιά του Πολυτεχνείου» να δει κατάματα και τη δική της καμπούρα.