Απ. Παπατόλιας: «Κρίση και Αυτοδιοίκηση»


Έχει γίνει πλέον κοινή συνείδηση ότι η διατήρηση του σημερινού συγκεντρωτικού και κεντροβαρούς μοντέλου διακυβέρνησης οδηγεί σε απόλυτο αδιέξοδο την προσπάθεια της συλλογικής μας ανάκαμψης. Πυκνώνουν σήμερα ολοένα και περισσότερο οι φωνές που ζητούν να αποκεντρωθεί δραστικά η κάθε εξουσία, ώστε και η εθνική μας συνοχή να διαφυλάσσεται και να αξιοποιείται δημιουργικά το ενδογενές δυναμικό της χώρας μας.

Είναι, επίσης, αλήθεια ότι το πολιτικό και διοικητικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης υποδέχθηκε μέσω του «Καλλικράτη» ένα τεράστιο όγκο νέων και σύνθετων αρμοδιοτήτων, χωρίς καμία στήριξη ή πίστωση χρόνου από το Κεντρικό Κράτος. Αρκεί να αναφερθεί ότι η Αυτοδιοίκηση διαχειρίζεται σήμερα μόλις το 3,5% του ΑΕΠ, με το υπόλοιπο 96,5% να ανήκει ακόμα στην κεντρική γραφειοκρατία, με τις γνωστές καταστροφικές επιδόσεις για την Πατρίδα μας…

Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις εκδοχές του Μνημονίου δεν περιγράφονται με απόλυτη σαφήνεια οι περιοριστικές πολιτικές που πλήττουν την Αυτοδιοίκηση. Τούτο συμβαίνει αφενός για να αποκρυβεί η ασυμμετρία στις πολιτικές εξοικονόμησης δαπανών και η συνακόλουθη υπέρμετρη επιβάρυνση της Αυτοδιοίκησης αφετέρου και για να συγκαλυφθεί η σταθερή δυσπιστία του Κεντρικού Κράτους και της τρόικας απέναντι στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως σταθερή πηγή αφαίμαξης πόρων και προνομιακό πεδίο για την επιβολή κάθε λογής περιορισμών.

Σε αυτό το νέο, άκρως δυσμενές, περιβάλλον η Αυτοδιοίκηση οφείλει να δώσει τη δική της απάντηση για διέξοδο από την κρίση. Οφείλει, παρά τις αντιξοότητες, να λειτουργήσει ως γνήσιος πρωταγωνιστής της δημοκρατικής ανασυγκρότησης του τόπου. Ως αυθεντική και αποτελεσματική δύναμη κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής και ως εφαλτήριο για την αλλαγή του θεσμικού και παραγωγικού προτύπου μας.

Αξιοποιώντας τη σχέση εγγύτητας με τις τοπικές κοινωνίες, η Αυτοδιοίκηση πρέπει να θέσει σήμερα τη δική της ατζέντα, θωρακίζοντας πάνω από όλα τον ίδιο το θεσμό απέναντι στις συνέπειες της κρίσης, μέσα από την προώθηση μιας σύγχρονης προοδευτικής  διοικητικής μεταρρύθμισης, την αποκατάσταση των δραματικών ελλειμμάτων του Καλλικράτη, τη διεύρυνση της τοπικής δημοκρατίας και τη μεταρρύθμιση του Κεντρικού Κράτους σε μια πιο επιτελική κατεύθυνση.

Παράλληλα, η Αυτοδιοίκηση οφείλει να εγκαταλείψει την αμυντική και φοβική της νοοτροπία και να αναλάβει γενναίες πρωτοβουλίες στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Τέλος είναι ανάγκη να επεξεργαστεί ένα συνεκτικό σχέδιο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που θα αποτρέπει την ακραία κοινωνική ένδεια και θα αποτελεί το «ύστατο καταφύγιο» για τα θύματα της κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτού του τρισδιάστατου ρόλου της – θεσμικού, αναπτυξιακού, κοινωνικού – η Αυτοδιοίκηση μπορεί πράγματι να αναδειχθεί σε κυρίαρχο μοχλό της  εθνικής ανασύνταξης, αφήνοντας πίσω της τα αρχαϊκά σύνδρομα του πτωχοπροδρομισμού, της μάχης οπισθοφυλακών και της συντηρητικής ομφασκολοσκόπησης…

Για να αναλάβει, ωστόσο, αυτόν τον πρωταγωνιστικό ρόλο η Αυτοδιοίκηση, οφείλει πρωτίστως να αξιοποιήσει τα διδάγματα της κρίσης. Τα συμπεράσματα για το πώς επηρέασε η κρίση την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση, αποτελούν χρήσιμο ερμηνευτικό οδηγό για την προοπτική του θεσμού στο περιβάλλον της κρίσης.

Ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα, που επιβεβαιώνεται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, είναι ότι οι επιπτώσεις της κρίσης ήταν δυσμενέστερες σε κράτη με συγκεντρωτική οργάνωση, παρά σε κράτη με ουσιαστικά αποκεντρωμένη λειτουργία, όπως οι Σκανδιναβικές Χώρες.

Την περίοδο της κρίσης όλοι οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της Ευρώπης κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα κοινό ερώτημα. Όταν οι κρατικές επιχορηγήσεις και τα ίδια έσοδα μειώνονταν συνεχώς, πώς θα ήταν δυνατόν να ανταποκριθούν στην ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση, κυρίως σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, που απαιτούν επιπλέον δαπάνες; Με βάση αυτό το δεδομένο, σε όλες τις Ευρωπαϊκές Αυτοδιοικήσεις αναζητήθηκαν λύσεις αφενός στο πεδίο της  αποτελεσματικότερης και δημοκρατικότερης οργάνωσης και διαχείρισής τους, και αφετέρου σε αυτό της εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

Η κρίση βρήκε την Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκησης σε μία ιδιαίτερη στιγμή. Μόλις είχε ψηφιστεί και είχε αρχίσει να εφαρμόζεται το πρόγραμμα «Καλλικράτης». Η κρίση επηρέασε καθοριστικά την εφαρμογή του προγράμματος, ενώ η μη υλοποίηση του συνοδευτικού αναπτυξιακού προγράμματος «ΕΛΛΑΔΑ» ανέδειξε όλες τις αδυναμίες του. Η ιστορική «ατυχία» του Καλλικράτη είναι ότι συνέπεσε με το ξέσπασμα μιας πρωτόγνωρης δημοσιονομικής κρίσης και την έναρξη της εφαρμογής των ατελέσφορων και αντι-αναπτυξιακών μνημονιακών πολιτικών. Έτσι, μια κατά βάση προοδευτική μεταρρύθμιση, που προέκυψε μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα του αυτοδιοικητικού κινήματος, εκφυλίστηκε σταδιακά σε εργαλείο για την εφαρμογή ενός άδικου και αντιαυτοδιοικητικού Μνημονίου και την επιβολή κάθε λογής περιορισμών σε βάρος των θεσμών που εκπροσωπούν τις τοπικές κοινωνίες.

Λόγω των ανορθόδοξων, άδικων και αναποτελεσματικών οριζόντιων πολιτικών που εφαρμόστηκαν, το κεντρικό κράτος απέτυχε παταγωδώς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κρίσης και των πολιτών. Την ίδια στιγμή η Αυτοδιοίκηση συνεισέφερε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δημόσιο φορέα στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, έχοντας υποστεί μείωση των πόρων της κατά 50%!!! Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι μειώσεις αυτές άγγιξαν το σκληρό πυρήνα των ανελαστικών λειτουργικών δαπανών, πλήττοντας όχι μόνο τις προσφερόμενες υπηρεσίες, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των ίδιων των πολιτών.

Παρολαυτά, οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της Χώρας επέδειξαν μια αξιοζήλευτη προσαρμοστικότητα στα νέα δημοσιοοικονομικά δεδομένα. Την περίοδο της κρίσης δεν αφομοίωσαν μόνο τεράστιες περικοπές στα έσοδά τους, αλλά ήταν οι μόνοι που κατόρθωσαν να περιορίσουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους.

 

Α. Η ματαίωση της Αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση Σαμαρά (Το παράδειγμα των Αιρετών Περιφερειών)

Η εξελικτική ματαίωση της Αυτοδιοίκησης δεν αποτελεί, ωστόσο, τυχαίο σύμπτωμα ή αθέλητη συνέπεια του Μνημονίου. Συνιστά, αντιθέτως, συνειδητή πολιτική επιλογή όλων των κυβερνητικών σχημάτων από το 2010 και ένθεν, με αποκορύφωμα τη στάση της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της χώρας.

Πράγματι, η κυβέρνηση Σαμαρά έχει υιοθετήσει σε τέτοιο βαθμό τη πολιτική του συντηρητικού συγκεντρωτισμού και ακυρώνει με τόσο συστηματικό τρόπο τη δυναμική της Αυτοδιοίκησης, που δικαιολογημένα μπορούμε να κάνουμε λόγο για αντιδραστική στροφή του Κεντρικού Κράτους απέναντι στους τοπικούς και περιφερειακούς θεσμούς.

Σήμερα, δεν έχει απλώς εδραιωθεί ένα κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας απέναντι σε κάθε τι αυτοδιοικητικό. Πλέον, μεθοδεύεται συνειδητά και ενορχηστρώνεται επικοινωνιακά από τους κυβερνητικούς κύκλους,  σε αγαστή συνεργασία με την Τρόϊκα και την Task Force, η ίδια η περιθωριοποίηση της Αυτοδιοίκησης και η ταπείνωσή της στα μάτια των πολιτών.  Οι νεότευκτοι καλλικρατικοί θεσμοί αντιμετωπίζονται, με την προσχηματική επίκληση της κρίσης, στην καλύτερη περίπτωση ως σταθερή πηγή αφαίμαξης πόρων και επιβολής περιορισμών χωρίς καμία ιεράρχηση ή αξιολόγηση, ενώ στη χειρότερη ως βαρίδι στην εθνική ανασυγκρότηση και ως νοσηρό σύμπτωμα του διοικητικού μας συστήματος…

Σε μια περίοδο που η Αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να αναδειχθεί σε «εθνικό πρωταθλητή» της διεξόδου από την κρίση, εκπέμποντας ένα ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας και πίστης στις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα για να ανασυνταχθεί, η κυβέρνηση Σαμαρά της επιφυλάσσει ρόλο ουραγού, ενοχοποιώντας την για όλα τα δεινά του γραφειοκρατικού, διεφθαρμένου και πελατειακού κράτους…Οι κυβερνώντες δεν κρύβουν πια ότι μετάνιωσαν για την αυτοδιοικητική χειραφέτηση και εργάζονται μεθοδικά για την παλινόρθωση του συγκεντρωτισμού, προκαλώντας τεχνητή ασφυξία στους νέους θεσμούς.

 

Ο θεσμός των Αιρετών Περιφερειών, που σχεδιάστηκε ακριβώς για να λειτουργήσει ως ο κύριος μοχλός της περιφερειακής ανάπτυξης σε περιόδους κρίσης, βιώνει με τον πιο δραματικό  ίσως τρόπο αυτή την παλινόρθωση. Δεν είναι μόνο η αυθαίρετη – γιγαντιαία- περικοπή των νομοθετημένων πόρων (άνω του 50%) που ακυρώνει κάθε συμβολή των Περιφερειών  στην πυροδότηση της περιφερειακής ανάπτυξης. Ούτε ίσως η παράνομη και αντισυνταγματική παρακράτηση των πόρων που συνοδεύουν τις αρμοδιότητες που τους  αποδόθηκαν. Είναι και το ότι οι Περιφέρειες παρεμποδίζονται συστηματικά στην άσκηση περιφερειακής πολιτικής μέσα από την αποστέρηση κάθε θεσμικά κατοχυρωμένης  δυνατότητας παρέμβασής τους.

Γιατί, άραγε, δεν αναγνωρίζεται ο ρόλος της Περιφέρειας στον χωροταξικό σχεδιασμό;  Γιατί αγνοείται εκκωφαντικά στο επίπεδο του αναπτυξιακού προγραμματισμού, του σχεδιασμού και της υλοποίησης του νέου ΕΣΠΑ;  Γιατί της αρνούνται πεισματικά κάθε εμπλοκή στην έγκριση και την υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων περιφερειακής σημασίας; Γιατί δεν την καθιστούν, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, ισότιμο εταίρο στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της αγροτικής ή περιβαλλοντικής πολιτικής;  Γιατί της αφαιρούν ακόμα και αυτή τη νομοθετημένη δυνατότητα παρέμβασής της στις πολιτικές υγείας; Γιατί,  δεν ολοκληρώνουν το θεσμικό οπλοστάσιο του «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ», εκδίδοντας επιτέλους τις κανονιστικές πράξεις που εξειδικεύουν  τη συμβολή της στην περιφερειακή ανάπτυξη, εξορθολογίζουν  την οικονομική διαχείριση και διασφαλίζουν  συνθήκες διαφάνειας και χρηστής περιφερειακής διοίκησης; Γιατί επιμένουν να αγνοούν το νόμο και να μην θέτουν σε λειτουργία το θεσμό του Ελεγκτή Νομιμότητας, την ίδια στιγμή που ξιφουλκούν κατά της ανομίας και της απουσίας ελέγχων;

Γιατί δεν εκδίδουν το ΠΔ για τα «αποφαινόμενα όργανα» των Περιφερειών, το ΠΔ του άρθρου 268 του Ν.3852/2010 για τη σύνταξη Ενιαίου Κωδικολογίου που θα επιτρέψει την εφαρμογή του Ενιαίου Λογιστικού Σχεδίου στις Περιφέρειες; Γιατί δεν εκδίδουν την Υπουργική Απόφαση για τον εξορθολογισμό του Προϋπολογισμού των Περιφερειών  που προβλέπει το άρθρο 268 του Καλλικράτη;

Γιατί επιμένουν να χρησιμοποιούν τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ως το «μακρύ χέρι» της κρατικής γραφειοκρατίας, προκαλώντας αδιανόητες καθυστερήσεις και εμπλοκές στα περιφερειακά αναπτυξιακά έργα; Γιατί εμπιστεύονται δοτούς κρατικούς υπαλλήλους, που καθημερινά καταλύουν τη θεσμική και οικονομική αυτοτέλεια των Περιφερειών με απροκάλυπτους ελέγχους σκοπιμότητας, αντί να συνεργαστούν ισότιμα και δημιουργικά με ευρέως νομιμοποιημένα αιρετά όργανα;

Γιατί- κι αυτό είναι ιδιαιτέρως σοβαρό από ηθικοπολιτική σκοπιά – συνεχίζουν να επενδύουν στις καταστροφικές λογικές της κομματικής ή συγκυβερνητικής ευνοιοκρατίας, δημιουργώντας στην πράξη δύο κατηγορίες Περιφερειών, ενισχύοντας από την «πίσω πόρτα» ολίγους εκλεκτούς με παροχές και κρυφές χρηματοδοτήσεις, καταλύοντας κάθε έννοια αξιοκρατίας, ίσης μεταχείρισης και διαφάνειας στην κατανομή των δημοσίων πόρων;  Αρκεί να μελετήσει κανείς προσεκτικά τα συγκεντρωτικά στοιχεία των χρηματοδοτικών εισροών από εθνικούς πόρους στις 13 Περιφέρειες μέσα στο 2012, για να αντιληφθεί το σκάνδαλο των Περιφερειών «δύο ταχυτήτων»…

Θα μπορούσα να προσθέσω άλλα τόσα «γιατί;» ολοκληρώνοντας το θλιβερό κατάλογο των ενεργειών της σημερινής κυβέρνησης που ακυρώνουν, απαξιώνουν και εν τέλει εκμαυλίζουν το χώρο της περιφερειακής αυτοδιοίκησης.  Αδιάψευστος, όμως, μάρτυρας της ματαίωσης του θεσμού των Περιφερειών είναι ο τρόπος που βιώνουν την παρουσία τους οι απλοί πολίτες. Αυτοί δεν κατάφεραν να δούν την τελευταία διετία, παρά την πλούσια προεκλογική ρητορεία του 2010, ούτε «μικρούς πρωθυπουργούς» ούτε «Περιφερειακά Κοινοβούλια» ούτε «τοπικές κυβερνήσεις». Είδαν, αντιθέτως, Περιφερειακά Συμβούλια να λειτουργούν υποτυπωδώς, με έλλειμμα δημοκρατίας, με διαρκή υποβάθμιση του ρόλου των περιφερειακών συμβούλων, με υποτίμηση της Αντιπολίτευσης και με περιθωριοποίηση των παρατάξεων. Είδαν τις Επιτροπές του Περιφερειακού Συμβουλίου να εκφυλίζονται συνεχώς χωρίς καμία ουσιαστική υποστήριξη ή ενθάρρυνση, είδαν τις περιλάλητες Επιτροπές Διαβούλευσης σε διακοσμητικό ρόλο και μια σειρά από φιλόδοξα περιφερειακά όργανα είτε να παραμένουν «στα χαρτιά» είτε να ατονούν δραματικά… Και σα να μην έφτανε αυτό το αρνητικό κλίμα των «χαμηλών πτήσεων» και της θεσμικής απαισιοδοξίας, έρχεται κατά καιρούς η Κυβέρνηση να το επιβαρύνει ακόμη περισσότερο με άσκεπτες και επικίνδυνες «φωτοβολίδες», όπως το δήθεν «ενιαίο ψηφοδέλτιο», που ακυρώνει περιφερειακές παρατάξεις και αντιπολιτεύσεις, ή ακόμη η έξαρση της αντιδημοκρατικής και αντισυνταγματικής φιλολογίας περί παράτασης της θητείας των αυτοδιοικητικών αρχών…

Σε αυτό το περιβάλλον η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση  οφείλει να εκπέμψει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα και προς την κυβέρνηση και προς την κοινωνία: Η Ελλάδα των Περιφερειών αποτελεί απάντηση στην κρίση και ανάχωμα στις αντιαναπτυξιακές πολιτικές του Μνημονίου. Αν η κυβέρνηση Σαμαρά μετάνιωσε για τη χειραφέτηση της Αυτοδιοίκησης, χρέος όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων είναι να εργαστούν για την ανατροπή αυτής της αντιδραστικής στροφής, οικοδομώντας νέες πολιτικές συμμαχίες και νέους κοινωνικούς συσχετισμούς στον πολύπαθο αυτοδιοικητικό χώρο. Είναι η μόνη πολιτική απάντηση απέναντι στη συντηρητική αντιμεταρρύθμιση και την παλινόρθωση του καταστροφικού συγκεντρωτισμού.

Στο πλαίσιο της ανάλυσης που προηγήθηκε, πέντε είναι τα βασικά πολιτικά συμπεράσματα-προτάσεις που συνάγονται σε σχέση με το ρόλο της Αυτοδιοίκησης στη σημερινή συγκυρία της κρίσης και της συντηρητικής παλινόρθωσης που προωθεί η κυβέρνηση Σαμαρά:

  1. Επιβεβαιώνεται, έστω και με το αρνητικό πρόσημο της κρίσης, ο κανόνας ότι η προοπτική της ανάπτυξης συναρτάται ευθέως με τη δυναμική της αποκέντρωσης. Ένα άρρωστο και συγκεντρωτικό κράτος δεν μπορεί να πυροδοτήσει σήμερα καμιά ανάπτυξη.
  2. Το κενό που δημιουργήθηκε μέσα στην κρίση από την απουσία του κεντρικού κράτους πρέπει να καλυφθεί πολιτικά και θεσμικά από την Αυτοδιοίκηση που διαθέτει και τη δημοκρατική νομιμοποίηση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα για να αναλάβει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
  3. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της Χώρας οφείλουν να δώσουν προτεραιότητα στην ορθολογική οργάνωση και το λειτουργικό εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών τους, ώστε να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με το κεντρικό κράτος.
  4. Η ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη διεύρυνση της τοπικής και περιφερειακής δημοκρατίας, καθώς και με την εμπέδωση συνθηκών διαφάνειας στη λειτουργία της δημοκρατικής συμμετοχής και την προώθηση θεσμών κοινωνικού ελέγχου.
  5. Η επόμενη προοδευτική διοικητική μεταρρύθμιση, πρέπει πλέον να περιλάβει όχι μόνο τις Περιφέρειες και τους Δήμους, αλλά και την Κεντρική και Αποκεντρωμένη Δημόσια Διοίκηση, στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης μιας Επιτελικής Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης.

 

Β. Ο αναπτυξιακός ρόλος της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης της χώρας

Η ανάπτυξη, που αποτελεί το καθολικό αίτημα της σύγχρονης εποχής, δεν είναι ένας πολιτικά ουδέτερος στόχος. Η υπερσυγκέντρωση του ελληνικού κράτους αποτελεί αναπτυξιακή τροχοπέδη. Η αποκέντρωση δεν θα επιταχύνει απλώς στους αναπτυξιακούς ρυθμούς, αξιοποιώντας τα τοπικά και περιφερειακά συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά θα εγγυηθεί τη δίκαιη συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στην προστιθέμενη αξία που θα παραχθεί. Παράλληλα, η αποκέντρωση θα συμβάλλει στην επίλυση των πιεστικών προβλημάτων της χωρικής και κοινωνικής συνοχής της πατρίδας μας.

Για να μπορέσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση να εδραιώσει τον πολιτικό, αναπτυξιακό και επιχειρησιακό της ρόλο, θα πρέπει πριν από όλα να απεξαρτηθεί από την κηδεμονία του κεντρικού κράτους. Κύρια πηγή εξάρτησης των Δήμων και Περιφερειών από την κεντρική Κυβέρνηση, παραμένουν οι κρατικές επιχορηγήσεις και η περιορισμένη φορολογική ελευθερία των ΟΤΑ. Η λύση δεν είναι άλλη από τη δημοσιονομική και φορολογική αποκέντρωση, που θα επιτρέψει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με μεγαλύτερη υπευθυνότητα, πνεύμα πρωτοβουλίας και ευελιξία να διαχειριστεί τα ζητήματα της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.

Στο πλαίσιο μιας Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, με κεντρική αναφορά ένα Κράτος-Στρατηγείο, αναβαθμίζεται μοιραία και ο ρόλος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης:

  • Οι Περιφέρειες θα είναι αρμόδιες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων, την περιφερειακή εξειδίκευση των εθνικών πολιτικών και τη μελέτη-κατασκευή-συντήρηση των έργων περιφερειακής και νομαρχιακής κλίμακας. Παράλληλα θα έχουν στη διάθεσή τους τις αναγκαίες δομές και τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για τη χάραξη και την εφαρμογή πολιτικών προσέλκυσης όλων των επενδύσεων περιφερειακής σημασίας.
  • Οι Δήμοι θα είναι αρμόδιοι για  την παροχή διοικητικών υπηρεσιών στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, καθώς και για την προώθηση της τοπικής ανάπτυξης, με έμφαση στον πολιτισμό και την άσκηση της τοπικής κοινωνικής πολιτικής. Παράλληλα, θα έχουν στη διάθεσή τους τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για την καθημερινή προστασία του περιβάλλοντος, την κατασκευή των τοπικών έργων τεχνικής υποδομής, τη συντήρηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και την παροχή των αναγκαίων κοινωνικών υπηρεσιών.

 

Για να κατοχυρωθεί αυτός ο αναβαθμισμένος και αποσαφηνισμένος θεσμικά ρόλος των Περιφερειών και των Δήμων στο πολιτικό-διοικητικό σύστημα της χώρας είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η ενίσχυση της αυτοδιοικητικής λειτουργίας στην επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος.

Οι Περιφέρειες πρέπει να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό και να αναλάβουν ρητά (α) την αρμοδιότητα σχεδιασμού και εφαρμογής των περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων, (β) τη δυνατότητα έκδοσης κανονιστικών πράξεων περιφερειακής εξειδίκευσης της νομοθεσίας που αφορά την περιφερειακή ανάπτυξη και (γ) την αρμοδιότητα άσκησης φορολογικής πολιτικής περιφερειακής σημασίας, στο πλαίσιο του ενιαίου φορολογικού συστήματος της χώρας.

Οι Δήμοι πρέπει να αποκτήσουν ουσιαστικότερο ρόλο στον πολεοδομικό σχεδιασμό και την εφαρμογή του, καθώς και να αναλάβουν ρητά την άσκηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων για (α) τη ρύθμιση των τοπικών υποθέσεων, (β) την αρμοδιότητα της «μονοθυρικής» (one stop shop) παροχής των υπηρεσιών στους πολίτες και (γ) την επιβολή φόρων τοπικής σημασίας, στο πλαίσιο του ενιαίου φορολογικού συστήματος της χώρας.

Η ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει παράλληλα να εξειδικευθεί με νόμο που θα κατοχυρώνει τις επιτελικές λειτουργίες  των Περιφερειών και των Δήμων στον τομέα του αναπτυξιακού προγραμματισμού, του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και θα προβλέπει

Περαιτέρω, η ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου της Αυτοδιοίκησης θα επιτευχθεί με την περιφερειοποίηση των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020 και την ένταξη όλων των έργων και δράσεων σε δέκα τρία (13) Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα που θα διαχειριστούν οι Περιφέρειες, με διασφάλιση διακριτών Υποπρογραμμάτων Τοπικής Ανάπτυξης των Δήμων.

Τέλος, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί νομοθετικά η ενίσχυση του ρόλου των Περιφερειών στην υποστήριξη της επιχειρηματικότητας μέσω της στήριξης και προσέλκυσης επενδύσεων, της απλοποίησης των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν τις επιχειρήσεις, τις συνεργασίες με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα, της κατασκευής επιχειρηματικών πάρκων και πάρκων καινοτομίας, της δημιουργίας δικτύων γνώσης και θερμοκοιτίδων για νέες επιχειρήσεις.

Γ. Πολιτικές της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης για τη στήριξη των επενδύσεων στην Ελληνική Περιφέρεια

Η αδυναμία στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την αύξηση των ρυθμών  ανάπτυξης, είναι το αποτέλεσμα της απουσίας μιας συγκροτημένης δημόσιας πολιτικής για το επιχειρείν. Τα θέματα των επενδύσεων ρυθμίζονται  αποσπασματικά, χωρίς να αντιμετωπίζονται συστηματικά τα προβλήματα της γραφειοκρατίας, της αδιαφάνειας και της ασυνέχειας των δημόσιων πολιτικών, τα οποία βρίσκονται στη «ρίζα του κακού».

Η κυβερνητική πρακτική, χρόνια τώρα, εξαντλείται απλώς στην αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων γραφειοκρατίας και διοικητικών βαρών κατά την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή στην εισαγωγή οικονομικών κινήτρων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι προβλέψεις αυτές δεν καταφέρνουν να ενταχθούν σε μία ολοκληρωμένη πολιτική για το επιχειρείν, αλλά περιορίζονται στο να «διορθώνουν» παθολογίες,  που έχουν επισημανθεί κατά καιρούς και σημειακά από τους κοινωνικούς εταίρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ελλείμματος, είναι η περίπτωση του αναπτυξιακού νόμου. Αντί να λειτουργεί ως εργαλείο παροχής οικονομικών κινήτρων, προκειμένου να διευκολυνθεί  η επιχειρηματική δραστηριότητα, σε τομείς  προτεραιότητας, υποκαθιστά πλήρως τη δημόσια παρέμβαση στον τομέα της επιχειρηματικότητας.

Σε αυτό το απολύτως ασταθές και ανασφαλές περιβάλλον για το επιχειρείν έρχεται να προστεθεί η κατάσταση «αποσύνθεσης» του βασικού διοικητικού ιστού, η θεσμική του απαξίωση -ακόμη και στο επίπεδο των βασικών διοικητικών λειτουργιών- και η έλλειψη συντονισμού της δράσης των υπουργείων.

Η θεμελιώδης αυτή αδυναμία επιτείνεται από την υφιστάμενη κατάσταση πολυνομίας, που δημιουργεί ανασφάλειες στους πολίτες και προκαλεί την παράλυση των ελεγκτικών μηχανισμών. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ασταθούς, ανασφαλούς και αδιαφανούς διοικητικού περιβάλλοντος, το οποίο επιδρά ιδιαίτερα αρνητικά στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν σημασία για να αντιληφθεί κανείς όχι μόνο πόσο καταστροφικά είναι σήμερα τα γραφειοκρατικά βάρη για το υγιές επιχειρείν, αλλά και ποιό είναι το μέγεθος της αδυναμίας των συναρμοδίων υπουργείων να συντονίσουν τις ενέργειές τους μέσα σ’ αυτό το εκρηκτικό μείγμα πολυνομίας, εξουσιαστικής σχέσης, αδιαφάνειας και θεσμικής απαξίωσης.

Όπως και να ‘χει, σήμερα, με τις υφιστάμενες δυνατότητες και παθογένειες του διοικητικού μας συστήματος, δεν είναι δυνατόν ούτε να επιτευχθεί συντονισμός μεταξύ των υπουργείων για την εφαρμογή μιας ενιαίας πολιτικής για το επιχειρείν ούτε να υποστηριχθούν οι παραγωγικές επενδύσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας.

Με τα συνήθη νομικά και διοικητικά μέσα είναι εντελώς αδύνατον να επιταχύνει κανείς την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα και μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες διαχείρισης της βαθιάς δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει. Είναι εξίσου προφανές ότι η έννοια του εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος αποκτά στις μέρες μας νέο περιεχόμενο, που συνδέεται άρρηκτα με την επιτάχυνση της ανάπτυξης, ώστε και η χώρα να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και να μην διαρραγεί η κοινωνική συνοχή λόγω της βίαιης μείωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.

Κατά συνέπεια, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν δεν μπορούν παρά να ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση των έκτακτων εθνικών αναγκών και στόχων. Πρέπει δε να αφορούν τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια πρωτοβουλία, με τελικό στόχο την παραγωγή νέου εθνικού και κοινωνικού πλούτου.

Βασική αρχή του προτεινόμενου σχεδιασμού είναι ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας είναι συνώνυμη με την πυροδότηση της περιφερειακής ανάπτυξης και τη διεύρυνση του αναπτυξιακού ρόλου των Περιφερειών.

Η πρότασή μας: 6 βήματα για την απεμπλοκή των επενδυτικών πρωτοβουλιών

Η πρότασή μας συμπυκνώνεται σε 6 βήματα, αναγκαία μέτρα πολιτικής, για τη στήριξη των επενδύσεων  στην ελληνική Περιφέρεια.

1ο βήμα: Καταγραφή επενδυτικού ενδιαφέροντος

Πρώτα πρέπει να καταγραφούν, ανά περιφέρεια, τις επενδυτικές πρωτοβουλίες, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, ιδιωτικές ή δημόσιες, που σκάλωσαν στα γρανάζια γραφειοκρατικών ή άλλων εμποδίων. Η καταγραφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος πρέπει να περιλαμβάνει τόσο το ύψος της επένδυσης όσο και τις δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η τήρηση της αρχής της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, επιβάλλει τη δημοσίευση ανοικτής πρόσκλησης για την εκδήλωση επενδυτικού ενδιαφέροντος σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Την ευθύνη της όλης διαδικασίας προσέλκυσης επενδυτών θα έχει η κάθε Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Η πρόσκληση πρέπει να θέτει συγκεκριμένους όρους στους επενδυτές, ώστε να διασφαλίζεται το απαιτούμενο μέγεθος επένδυσης, καθώς και η συμμετοχή της στην αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας.

2ο  βήμα: Ομαδοποίηση-προτεραιοποίηση επενδύσεων

Με βάση το εκδηλωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον του προηγούμενου σταδίου, πρέπει να ακολουθήσει από τα όργανα της Αιρετής Περιφέρειας η ομαδοποίηση όλων των επενδυτικών πρωτοβουλιών (ιδιωτικών ή δημοσίων) ανά παραγωγικό τομέα, καθώς και όλων των διοικητικών εμποδίων που συναντούν οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Έτσι, θα προκύψουν οι τομείς παρέμβασης, το απαιτούμενο μέσο (νομοθετικό, κανονιστικό ή διοικητικό) που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την άρση των εμποδίων και η προτεραιοποίηση των παρεμβάσεων με κριτήριο τη σημασία της κάθε επένδυσης για την επιτάχυνση των δεικτών ανάπτυξης.

 

3ο βήμα: Κατάρτιση Περιφερειακών Αναπτυξιακών Σχεδίων

Με βάση τα συμπεράσματα του δεύτερου σταδίου, θα προγραμματιστούν στη συνέχεια οι απλές διορθωτικές παρεμβάσεις για να διευκολυνθούν οι συγκεκριμένες επενδύσεις, ενώ θα προσδιοριστούν και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες, που απαιτούν πολυσύνθετη παρέμβαση. Όλες οι επενδυτικές πρωτοβουλίες που είναι ώριμες προς υλοποίηση θα ενταχθούν σε ένα ενιαίο Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο, που θα προτείνεται από κάθε Αιρετή Περιφέρεια και στη συνέχεια θα κυρώνεται  με νόμο στη Βουλή, ενσωματώνοντας τρεις συγκεκριμένους στόχους: α) ύψος επενδύσεων προς υλοποίηση (οικονομικό κατώτατο όριο) β) κατώτατο ποσοστό επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της κάθε περιφέρειας γ) κατώτατο αριθμό νέων θέσεων εργασίας σε κάθε περιφέρεια.

Το κάθε Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο θα περιλαμβάνει το Γενικό και το Ειδικό Μέρος.

Το Γενικό Μέρος (κατ’ ελάχιστο) θα περιλαμβάνει:

  • Την καταγραφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος, της προόδου της υλοποίησης των επενδύσεων και των διοικητικών εμπλοκών που συναντούν.
  • Την πρόταση για διοικητική απεμπλοκή, μετά από καταγραφή των αιτίων της κακοδιοίκησης ή της έλλειψης διοικητικού συντονισμού.
  • Την καταγραφή της ανεργίας ανά οικονομικό τομέα, καθώς και τη συσχέτιση μεταξύ εμποδίων στις επενδύσεις, ρυθμού επιβράδυνσης της ανάπτυξης και αύξησης ποσοστών ανεργίας.

Το Ειδικό Μέρος θα περιλαμβάνει τις «Συμβάσεις» μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και καθενός επενδυτή, στις οποίες θα ορίζεται «τρίτος» εγγυητής – διαιτητής, για την εξασφάλιση της τήρησης όλων των όρων και των υποχρεώσεων που θα αναλαμβάνονται και από τα δύο μέρη. Η υπογραφή της Σύμβασης, από τη στιγμή που το Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο κυρωθεί με νόμο, θα υποκαθιστά το σύνολο των διοικητικών αδειών  που απαιτούνται για τις επενδύσεις, οι οποίες θα θεωρούνται ότι έχουν χορηγηθεί αυτοδικαίως.

Κάθε Σύμβαση θα περιλαμβάνει κατ΄ελάχιστο:

  • Πλήρη ανάλυση του επιχειρηματικού αντικειμένου σε σχέση με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε περιφέρειας.
  • Αναλυτική αναφορά στα οικονομικά στοιχεία της επένδυσης (ύψος επένδυσης, τα στοιχεία κοστολόγησης, πηγές άντλησης κεφαλαίων).
  • Αναλυτική αιτιολόγηση των  νέων θέσεων εργασίας, που θα δημιουργηθούν από τις επενδύσεις.
  • Αναλυτική αναφορά των νέων ειδικών ρυθμίσεων για την υλοποίηση της κάθε επένδυσης.
  • Εγγυήσεις για τη συνέχιση της εφαρμογής των ειδικών ρυθμίσεων.
  • Αναφορά στα κίνητρα ενίσχυσης της επιχείρησης λόγω εντοπιότητας του απασχολούμενου δυναμικού.

4ο βήμα: Διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Επειδή με τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια εισάγεται δέσμη ειδικών ρυθμίσεων, μπορεί να θεωρηθεί ότι  δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες μελλοντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.  Η βασική απάντηση απέναντι στην κριτική αυτή είναι ότι οι συνθήκες που βιώνει σήμερα η χώρα μας, είναι απολύτως έκτακτες και εξαιρετικές με αποτέλεσμα να επιβάλλεται μία ειδική ρύθμιση του επιχειρείν, για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον. Σε μία χώρα που πλήττεται από αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλά ποσοστά ανεργίας και ιδιαίτερα αδιαφανείς διοικητικές διαδικασίες, μόνο ένα ισχυρό «σοκ» μπορεί να συμβάλλει στην εξυγίανση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Με αυτό το επιχείρημα, πρέπει στη συνέχεια να γίνει διαπραγμάτευση με τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε., τόσο σε γενικό πλαίσιο όσο και για κάθε Περιφερειακό Σχέδιο ξεχωριστά, πριν από την ψήφισή του στη Βουλή.

5ο βήμα: Δομή στήριξης (Super-Market) επενδυτών ανά Περιφέρεια

Η κύρια αιτία που καθιστά το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον μη ελκυστικό είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στη  σταθερότητα του βασικού διοικητικού πλαισίου. Το πρόβλημα  αυτό επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά των επενδυτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον την δραστηριότητά τους στην χώρα μας ευκαιριακά, εάν όχι καιροσκοπικά. Τα προτεινόμενα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίδοτο στο πρόβλημα αυτό, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα συντονισμού και τα γραφειοκρατικά εμπόδια, παρέχοντας συγχρόνως ασφάλεια για τη συνέχεια της διοικητικής δράσης.

Όλο το εγχείρημα, βεβαίως, κινδυνεύει  να υπονομευθεί, εάν επιλέξουμε την κλασική διοικητική δομή ως εργαλείο για την προώθησή του. Η εγγενής αδυναμία της ελληνικής διοίκησης να στηρίξει παρόμοιες πρωτοβουλίες είναι ο βασικός λόγος που η δομή στήριξης των επενδύσεων πρέπει να έχει διακριτή θεσμική κατοχύρωση, να λειτουργεί ad hoc, να έχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια με βάση τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Σχέδια και να αξιοποιεί για τη στελέχωσή της δεξαμενές στελεχών τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Τα στελέχη αυτά  θα επιλεγούν με βάση την αποδεδειγμένη εμπειρία και συμβολή τους σε επιτυχημένα επενδυτικά σχέδια του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα, τη διοίκηση μεγάλων οργανωτικών μονάδων ή τη διαχείριση μεγάλων θεματικών projects.

Η δομή αυτή θα υπάγεται σε κάθε αιρετή Περιφέρεια, ενώ θα συγκροτηθεί και ένα ειδικό συντονιστικό όργανο σε επίπεδο Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, που θα διασφαλίζει τη συνέργεια με την Κεντρική Διοίκηση και τη συμπληρωματικότητα των επενδυτικών πρωτοβουλιών. Οι Δομές Στήριξης θα λειτουργούν σαν «super-markets»  παροχής αναπτυξιακών υπηρεσιών, με δυνατότητα άμεσης πρόσβασης όλων των πιθανών επενδυτών.

6ο βήμα: ‘Έγκριση του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Σχεδίου

Ο Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, αφού αποστείλει το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Σχέδιο στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε.,  στη συνέχεια το εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, προκειμένου να εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Μετά από την ψήφισή του, θεωρείται ότι έχουν παρασχεθεί όλες οι ειδικές άδειες για την ίδρυση της κάθε επιχείρησης, ενώ η κάθε Δομή Στήριξης ανά Περιφέρεια αναλαμβάνει την ευθύνη να παρακολουθεί και να διευκολύνει την εφαρμογή της κάθε ειδικής σύμβασης, σε άμεση συνεννόηση με τους επενδυτές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Η πρόταση των 6 σημείων για τη στήριξη των επενδύσεων εκκινεί από τις ακόλουθες 3 διαπιστώσεις:

α) Δεν υπάρχει σήμερα στη χώρα μας αξιόπιστο πλαίσιο για την προώθηση των επενδύσεων.

β) Κάθε προσπάθεια εισαγωγής νέων ρυθμίσεων για τις επενδύσεις υπονομεύεται στη γέννησή της από την υφιστάμενη διοικητική δομή του Κεντρικού Κράτους.

γ) Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πλέον τα χρονικά περιθώρια για την επεξεργασία νέων γενικών ρυθμίσεων, είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στο διοικητικό μηχανισμό της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, ενισχύοντας τον αναπτυξιακό και προγραμματικό της ρόλο.

Η πλέον ενδεδειγμένη λύση, υπό τις παρούσες συνθήκες διαχείρισης  της κρίσης, είναι να αναλάβουμε δράση σημειακά, εντοπίζοντας λύσεις για τις εκδηλωμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, μέσα από ειδικές ρυθμίσεις, που θα καταργούν ad hoc όποιες συναρμοδιότητες υπάρχουν. Σε αυτό το πλαίσιο, τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια, που θα καταρτίζονται με ευθύνη της κάθε αιρετής Περιφέρειας μπορούν να επιταχύνουν άμεσα και συντεταγμένα την πραγματοποίηση επενδύσεων περιφερειακής σημασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της κάθε περιοχής, τα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις κοινωνικές προσδοκίες για την ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου.

Τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια δεν αποτελούν άλλη μία ατελέσφορη διαδικασία fast trαck,  αλλά ένα εργαλείο άμεσου αναπτυξιακού σχεδιασμού, που υπερβαίνει δραστικά τα προβλήματα συντονισμού των συναρμόδιων υπουργείων, προσφέροντας διέξοδο στο επιχειρείν σε μία δραματική περίοδο, όπου το βιοτικό μας επίπεδο και η προοπτική της απασχόλησης αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς απειλές για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της χώρας μας.

Εναλλακτικά προς τη θέσπιση ενός τέτοιου σύνθετου εργαλείου αναπτυξιακού σχεδιασμού, που συνδυάζεται με σημαντικές καινοτομίες στον τομέα της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (συνεργασία κεντρικού κράτους με Αυτοδιοίκηση, εμπλοκή νομοθετικού οργάνου, μεσολάβηση θεσμών της ΕΕ) θα μπορούσε να προταθεί η θεσμοθέτηση 13 Κέντρων Υποδοχής και ‘Εγκρισης των επενδύσεων με ένα Κέντρο ανά Περιφέρεια, ώστε να υποστηριχθεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων περιφερειακής σημασίας.

Η λύση αυτή προϋποθέτει τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων του ΠΔΕ από την κεντρική κυβέρνηση στις Περιφέρειες, ώστε σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του  ΕΣΠΑ να υπάρξουν αποτελεσματικά χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη των επενδύσεων.

Παράλληλα θα πρέπει να προβλεφθεί η κατ΄εξαίρεση πρόσληψη ικανού αριθμού προσωπικού υψηλής ειδίκευσης, που θα στελεχώσει επειγόντως τις 13 αυτές νέες δομές.

Η πρόταση αυτή συνδυάζεται απαραιτήτως με τη θεσμοθέτηση της διαδικασίας της δεσμευτικής προέγκρισης επενδύσεων. Πέραν των επί μέρους ρυθμίσεων που πρέπει να προβλεφθούν, ώστε να ολοκληρώνεται με ταχύτητα η υποδοχή και η έγκριση κάθε επένδυσης, πρέπει να εφαρμοστεί αυτό το άμεσο και κατεπείγον μέτρο,το οποίο κρίνεται απόλυτα αναγκαίο υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες.

Για την άμεση προέγκριση κάθε επένδυσης δεν θα απαιτούνται διάφορες επί μέρους εγκρίσεις, όπως γίνεται σήμερα, αλλά η υποβολή στο κέντρο ενός πλήρους φακέλου συνολικής αδειοδότησης της επένδυσης. Το κέντρο στη συνέχεια χορηγεί την προέγκριση της επένδυσης, υπογράφοντας παράλληλα με τον επενδυτή ένα ειδικό συμβατικό και απόλυτα δεσμευτικό πλαίσιο που θα αφορά την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων και την υποχρέωση προσκόμισης συγκεκριμένων εγκρίσεων για την έναρξη υλοποίησης της επένδυσης.

Η χορήγηση της προέγκρισης απελευθερώνει και την διαδικασία πρόσβασης της επένδυσης στα διαθέσιμα δημόσια χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ η οριστική έγκριση της επένδυσης συναρτάται πλέον με την τελική άδεια λειτουργίας. Με το νέο αυτό τρόπο είναι δυνατόν να μειωθεί καθοριστικά ο χρόνος αναμονής μιας επένδυσης και να αποτραπεί η φυγή επενδύσεων. Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει την επεξεργασία ενός ενιαίου πλαισίου υποχρεώσεων που πρέπει να συμφωνείται και να τηρείται απαρέγκλιτα από κάθε επενδυτή.

Και τα δύο εναλλακτικά μοντέλα για τη στήριξη των επενδύσεων περιφερειακής σημασίας εκκινούν από την ίδια αφετηρία και στηρίζονται σε κοινές ρχές και παραδοχές:

  • Στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε Περιφέρειας, μέσω της κατάρτισης ενός ορθολογικού περιφερειακού σχεδιασμού, που θα τεθεί σε διαβούλευση σε όλα τα αιρετά και δημοκρατικά νομιμοποιημένα όργανα της Αιρετής Περιφέρειας.
  • Στην αναγνώριση στην Κεντρική Κυβέρνηση ενός εποπτικού και ελεγκτικού ρόλου και όχι του ρόλου ενός φορέα έγκρισης επενδύσεων.
  • Στην δημιουργία των κατάλληλων δομών που θα υπηρετούν την νέα αυτή στρατηγική, με βασικό στόχο την εξαφάνιση των γραφειοκρατικών στρεβλώσεων και τη διασφάλιση συνθηκών πλήρους διαφάνειας στην έγκριση των επενδύσεων.

 

Προηγούμενο άρθρο Ο Μ. Χαρακόπουλος στη β΄ανάγνωση του σχεδίου νόμου του ΥΠΕΚΑ
Επόμενο άρθρο Χρήματα μπορεί να μην έχουμε … Χρόνο όμως έχουμε!