Δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες όταν, με άλλη αφορμή, επανέφερα την, διαχρονικά εκπεφρασμένη, άποψη του ΤΕΕ για την ανάγκη μίας «ολιστικής θεώρησης» και «αποτελεσματικής και διαρκούς αντιμετώπισης» της Πολεοδομίας και της Αρχιτεκτονικής της πόλης μας.
Μέσα από ένα ειδικό φορέα – ινστιτούτο όπου, Δήμος και φορείς της πόλης θα παρακολουθούν συστηματικά και, μέσα από μία δυναμική διαδικασία, τα πολεοδομικά θεσμικά εργαλεία της πόλης. Την υλοποίησή τους και, τις αστοχίες τους.
Θα δίνουν δε, και δεν θα απεμπολούν αλλά, θα κερδίζουν μάχες, τόσο για τη διαφύλαξη της Αρχιτεκτονικής ιστορίας και του αξιόλογου δομικού της πλούτου, όσο και, για την ιστορική συνέχεια με επίτευξη νέου αξιόλογου Αρχιτεκτονικού αποτυπώματος, τόσο μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία όσο, και κύρια, μέσα από Αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς των δημοσίων κτιρίων.
Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά, το κράτος ( ΥΠΕΚΑ μέσω του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής) αποφασίζει για μας, μέσω «διαδρόμων» και «διαδρομών», αλλάζοντας την απόφαση που είχε λάβει για «χαρακτηρισμό ως διατηρητέου κτιρίου» το νεοκλασικό επί των οδών Κενταύρων και Ηφαίστου.
Στην κατεύθυνση αυτή, δυστυχώς, για μία ακόμη φορά (με κορυφαία πράξη το Ξενία του Αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη) ο Δήμος όχι απλά δεν αντιστάθηκε, όχι απλά δεν συνεργάστηκε με τους τοπικούς φορείς, αλλά, με αλλεπάλληλα έγγραφα και παρεμβάσεις του προς το ΚΕΣΑ, «διευκόλυνε» ενισχύοντας με «αίολα επιχειρήματα» τον «αποχαρακτηρισμό» και την κατεδάφιση (εκδίδοντας και την διοικητική πράξη της άδειας κατεδάφισης).
Για μία ακόμα φορά, ο Δήμος Λαρισαίων «γκρέμισε την ιστορική μνήμη και συνέχεια του Αρχιτεκτονικού πλούτου της Λάρισας» μέσα από μία «πολιτικά ιδιοτελή» και «αβάσταχτης ελαφρότητας» πολεοδομική δημοτική πολιτική.
Δυστυχώς, στην δυσμενή εξέλιξη αυτή, δεν μπορώ να παραλείψω να «στηλιτεύσω» και τη στάση των συναδέλφων Αρχιτεκτόνων που, με όποια ιδιότητα και αν εμπλέκονται στην υπόθεση, συνέβαλλαν στην αρνητική αυτή εξέλιξη.
Ο Ντίνος Διαμάντος είναι Πρόεδρος του ΤΕΕ Κεντρ. & Δυτ. Θεσσαλίας