Το σημαντικότερο διακύβευμα των πρόσφατων ευρωεκλογών ήταν, χωρίς αμφιβολία, η διατήρηση ή μη της πολιτικής σταθερότητας. Ευρεία νίκη των δυνάμεων του λαϊκισμού και της ανεύθυνης δημαγωγίας θα μπορούσε να επιφέρει αναστάτωση που θα είχε ως συνέπεια τον εκτροχιασμό της οικονομίας. Αυτό, ευτυχώς, απεφεύχθη, χάρη στις επιλογές των ψηφοφόρων, που διέκριναν σαφώς την απειλή της ακυβερνησίας.
Αυτό, όμως, που «έπιασε» το ένστικτο των απλών πολιτών φαίνεται ότι δεν το αντιλαμβάνεται ένα μέρος του πολιτικού κόσμου ή ότι κάποιοι προάγουν τους μικροκομματικούς τους σχεδιασμούς έναντι των αναγκών της χώρας. Δεν εξηγείται διαφορετικά η συζήτηση που άνοιξε ξαφνικά για την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την κατάργηση του «μπόνους» των επιπλέον εδρών που δίνονται στο πρώτο κόμμα.
Παρά τις ατέλειες του υφιστάμενου εκλογικού νόμου ο σκοπός του για την αποτροπή της κυβερνητικής αστάθειας λειτούργησε θετικά, ιδίως σε μια επώδυνη περίοδο για την πολιτική ζωή της χώρας.
Άλλωστε, τα ποσοστά που πέτυχαν τα κόμματα στις ευρωεκλογές, δείχνουν ότι πολύ δύσκολα κάποιος κομματικός σχηματισμός θα μπορέσει να προσεγγίσει ακόμη και το καταγεγραμμένο ελάχιστο χαμηλό της περιόδου του δικομματισμού. Την ίδια ώρα, ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και η διασπορά ψήφων σε όλο το πολιτικό φάσμα από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά ίσως αποδειχθεί ένα φαινόμενο με διάρκεια. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να μην ληφθεί υπ’ όψιν, όπως επίσης και οι ακραίες αντιπαραθέσεις και οι λεκτικές υπερβολές που αμαυρώνουν την εικόνα του κοινοβουλίου δυσχεραίνοντας την πολιτική συνεννόηση.
Ουδείς αρνείται ότι για να προχωρήσουμε μπροστά, υπερνικώντας τις δυσκολίες και τα εμπόδια που μας κληρονόμησαν οι προηγούμενες δεκαετίες, απαιτείται ευρεία κοινωνική συναίνεση. Για τις αναγκαίες, όμως, κυβερνήσεις συνεργασίας χρειάζεται ένας ισχυρός κομματικός κορμός στο κοινοβούλιο, ο οποίος θα πετύχει την επιζητούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στη βάση, βεβαίως, ενός συμφωνημένου κυβερνητικού προγράμματος.
Αρκεί να αναλογισθεί κανείς τι θα συνέβαινε αν τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών ίσχυαν για τις εθνικές εκλογές χωρίς το «μπόνους» των 50 εδρών και με απλή αναλογική. Σε αυτή την περίπτωση ο σχηματισμός κυβέρνησης θα ήταν σχεδόν αδύνατος. Πώς να βρεθεί, άλλωστε, κοινή συνισταμένη ανάμεσα σε όλα αυτά τα κόμματα, με τις τόσο διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις; Το πιθανότερο θα ήταν, επομένως, μια παρατεταμένη αβεβαιότητα και ακυβερνησία ή ένα θνησιγενές και αγκυλωμένο κυβερνητικό σχήμα. Και τα δύο ενδεχόμενα θα απέβαιναν, χωρίς υπερβολή, καταστροφικά για την οικονομία και τη χώρα.
Εν πάση περιπτώσει, δεν επιτρέπεται να παραβλέπουμε το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες της Ε.Ε., όπου και τα προβλήματα της οικονομίας δεν συγκρίνονται με τα δικά μας αλλά και οι κρατικές τους δομές λειτουργούν απρόσκοπτα παρά τις κυβερνητικές αλλαγές, ισχύουν εκλογικά συστήματα, που ενισχύουν το πρώτο κόμμα.
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον «Ελεύθερο Τύπο» την Τρίτη, 3 Ιουνίου 2014.