«Φίλες και φίλοι,
Διαβάζοντας το συναρπαστικό βιβλίο της Νίτσας Λουλέ αντιλαμβάνεσαι, πολύ γρήγορα, ότι η απόφασή της να το εκδώσει οφείλεται πρωτίστως στην απόδοση τιμής στους γονείς της, που πιστοί στις ιδέες τους, παρά τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τις κακουχίες έμειναν μαζί, διατηρώντας πάντοτε, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές, ακόμη και αν παρεμβάλλονταν μεταξύ τους χιλιάδες χιλιόμετρα και περνούσαν μήνες χωρίς να επικοινωνήσουν, μια αξιοθαύμαστη στοργή και αγάπη.
Η συγγραφέας θέλει αναμφισβήτητα να τιμήσει την αφοσίωση του πατέρα και της μητέρας της στα ιδεώδη που υπηρέτησαν, αλλά και την προσήλωσή τους στην αξία της οικογένειας, ως εστίας που μένει ενωμένη παρά τις αντιξοότητες.
Η αλληλογραφία με τα δελτάρια και τις επιστολές, με τα μικρά γραμματάκια που πρέπει να χωρέσουν όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα, αφορά στα χρόνια από τον εμφύλιο που η ίδια ήταν μωρό παιδί, μέχρι τα χρόνια της επταετούς δικτατορίας όταν αρκετά νέα παντρεύτηκε.
Τα χρόνια δηλαδή που το παιδί έχει ανάγκη το γονιό του, τον πατέρα και την μητέρα του, για να νοιώσει ασφάλεια, σιγουριά για τη ζωή του. Να νοιώσει την ευτυχία που δεν χρειάζεται πολλά, αλλά αυτήν την πολύτιμη οικογενειακή θαλπωρή, το πατρικό χάδι, το παραμύθι πριν κοιμηθεί, τη βόλτα της Κυριακής. Και αυτά, τα παιδιά της οικογένειας του Κώστα και της Μαριώ Λουλέ τα στερήθηκαν. Και αντιθέτως βίωσαν το διωγμό, τις στερήσεις, την στοχοποίηση στο σχολείο, από τα υπόλοιπα παιδιά που συνέδεαν τη φυλακή με τον εγκληματία.
Αν και η πολιτική και η ιστορία δεν θα μπορούσαν να είναι απόντα από την ζωή ανθρώπων που τα έζησαν μέχρι το μεδούλι, και αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο πολιτικό τους όραμα, εντούτοις, αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι η γλυκόπικρη γεύση από την προσπάθεια μιας οικογένειας –με κύριο άξονα πιστεύω αυτήν την αξιοθαύμαστη Ελληνίδα μητέρα- να μείνει όρθια και ενωμένη στα πέτρινα χρόνια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας, ο ανυποχώρητος ιδεολόγος κομουνιστής Κώστας Λουλές. Οι αποφάσεις του, οι ενέργειές του, η δράση του σε αυτές τις ζοφερές εποχές για τον τόπο θα επιδρούν καταλυτικά στην οικογένεια.
Ο Λουλές που ξεκίνησε στα νιάτα του σαν «μπον βιβέρ, γλεντζές φοιτητής της Νομικής Αθηνών, με βραβεία για τις χορευτικές του ικανότητες, ασπάστηκε τον κομμουνισμό και θέλοντας να παραμείνει μέχρι τα έσχατα, σύμφωνα με τις ιδέες του «ορθοστατών και ορθοβαδίζων» πέρασε από τα 82 χρόνια του τα 40 σε φυλακές, εξορία, παρανομία και αναγκαστική προσφυγιά (σελ. 319).
Η συγγραφέας, ωστόσο, ενώ ξεδιπλώνει την απέραντη αγάπη προς τους γονείς της και το σεβασμό στον αγώνα τους, τολμά να βάζει ερωτήματα σκληρά, οδυνηρά. Κοιτά προς τα πίσω χωρίς να ωραιοποιεί και να ηρωοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν προσπαθεί να κάνει προπαγάνδα. Πολλές φορές θα ασκήσει κριτική στον ίδιο της τον πατέρα –ακόμα και αν της έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία ως κόρη- και στις απόψεις του.
«Ένας πατέρας που πάνω από όλα είχε το κόμμα και αν ακόμη έβλεπε συντροφικά λάθη δεν τα μολογούσε. Ήταν όμως ο πατέρας μας και τον αγαπούσαμε» γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 27).
Αλλά και απέναντι στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό η Νίτσα Λουλέ δεν μασά τα λόγια της. Όπως όταν λέει ότι «πολλά έμαθα για τον εμφύλιο και όσα συνέβησαν στο βουνό στο ταξίδι που έκανα με τη μάνα το ‘65 στις σοσιαλιστικές χώρες. Συμπεριφορές απαράδεκτες όχι μόνο στον αντίπαλο αλλά και σε όποιον από τους δικούς τους σήκωνε κεφάλι. Δεν ήταν σκληροί μόνο το δίδυμο Ζαχαριάδη–Μπαρτζιώτα –που ήταν θείος της από την πλευρά της μητέρας της- αλλά το σύνολο της ηγεσίας. Κάποιους τους γνώρισα στη Ρουμανία. Παρά τα λάθη για τα οποία κατηγορήθηκαν, εξακολουθούσαν να ζουν ευνοϊκότερα από τα απλά μέλη του κόμματος» (σελ. 38). Ή όταν λέει ότι τότε ίσχυε το «πας μη δικός μας, εχθρός του λαού».
Δεν κρύβει αυτά που έζησε στην Ανατολική Γερμανία, που πήγε για λόγους υγείας: «Πως ο έχων το σηματάκι του κόμματος άνοιγε άλλες πόρτες απ’ ό,τι εκείνος που δεν ήθελε να το φορέσει. Πως ο απλός πολίτης δεν είχε την ίδια πρόσβαση στην υγεία με τον επώνυμο, και πολύ περισσότερο με τον κομματικό» (σελ. 143).
Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι και η περιγραφή της συζήτησης που λαμβάνει χώρα στο Ανατολικό Βερολίνο το 1973 μεταξύ του Λουλέ, του Χαρίλαου Φλωράκη και της Ρούλας Κουκούλου για την προσπάθεια να αποτρέψουν την αυτοκτονία του Ζαχαριάδη, ο οποίος ζητούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα και οι Σοβιετικοί δεν του το επέτρεπαν.
Ο Λουλές πήγε στο Σοργκούτ της Σιβηρίας, παρά τη «μαχαιριά» του πρώην γραμματέα του κόμματος όταν του είπε ότι «ξύπνησε μέσα σου ο τσιφλικάς», αλλά δεν τα κατάφερε. Σκληρά χρόνια, απάνθρωπα. Ακόμη και η αυτοκτονία έμεινε κρυφή. Καταγράφηκε ως αιτία θανάτου «παθολογικά αίτια» (σελ. 127-129).
Και όπως γράφει, οι μετανάστες από τις ανατολικές χώρες όταν τους ρωτούσε έλεγαν ότι επί σοσιαλισμού είχαν την καθημερινή τους ζωή εξασφαλισμένη. Έλειπε όμως το υπέρτατο. Η ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Η ελευθερία της μετακίνησης. Ο πατέρας μου γι’ αυτά αγωνίστηκε. Ή μήπως όχι; Εμείς γι’ αυτό τον στερηθήκαμε. Και για το άλλο: «Όλα για όλους!».
Η δημοσιευμένη αλληλογραφία, όμως, μας προσφέρει ένα πρωτογενές υλικό για να κατανοήσουμε βαθύτερα το πώς ήταν συγκροτημένη η σκέψη αλλά και το ήθος αυτών των αγωνιστών της αριστεράς, που έθεσαν τη ζωή τους εξολοκλήρου, στην υπόθεση της νίκης του κομμουνισμού. Έδειχναν, λοιπόν, μια ηθική αυστηρή, που οι νεώτερες γενιές θα χαρακτήριζαν άνετα ως συντηρητική και πουριτανική. Αλλά αλήθεια, χωρίς αυτές τις ηθικές αρχές θα μπορούσαν να υπομείνουν όσα υπέμειναν;
Ιδιαίτερα σημαντικά θεωρώ ότι είναι και τα όσα περιγράφονται για τους Έλληνες κομμουνιστές και τη σχέση τους με την πατρίδα και το πατριωτικό αίσθημα. Μια σχέση που έχει αλλοιωθεί βαθιά από ένα κομμάτι της αριστεράς, που διεκδικεί μάλιστα τη συνέχεια της εαμικής αντιστασιακής παράδοσης.
Μέσα από τις επιστολές του Κώστα Λουλέ προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που σαφώς δεν έχουν καμία διάθεση προπαγανδιστική ή υστερόβουλη, διακρίνεται ένας αγνός πατριωτισμός, μια βαθύτατη αίσθηση της συνέχειας των σπουδαιότερων αγωνιστικών παραδόσεων του ελληνικού έθνους.
Πώς να μη ριγήσεις όταν διαβάζεις το γράμμα που στέλνει στα παιδιά του στις 30 Μαρτίου 1958 που λέει «Πήρα το γραμματάκι σας. Και πόσα δεν είχε μέσα. Πρώτα απ’ όλα για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου που κάνατε στο σχολείο. Δοξασμένη, όπως λες κι εσύ Δημητράκη, η μέρα αυτή. Και φτερώνει η ψυχή σου σαν τη γιορτάζεις, θα προσθέσω εγώ. Χαίρομαι που έτσι τη νιώσατε κι εσείς. Σε κείνους τους αγώνες, κι άλλους που έγιναν αργότερα, οφείλουμε τη λευτεριά μας, την ύπαρξή μας» (σελ. 82).
Γράφει η Νίτσα Λουλέ ότι ο Καραϊσκάκης, ήταν ο αγαπημένος ήρωας του πατέρα της: «Αργότερα μας μιλούσε και για τον Μακρυγιάννη. Ζητούσε συχνά από τη μάνα να του στέλνει βιβλία γύρω από την ιστορία της Ελλάδας. “Οι θυσίες τους, ο μεγάλος ηρωισμός, οι αγώνες τους είναι παράδειγμα για όλους μας” μας έλεγε κάθε που έβρισκε ευκαιρία».
Και αναρωτιέμαι, πώς σήμερα άνθρωποι, που υποτίθεται ότι είναι αριστεροί, και μάλιστα είναι στα πράγματα –αν και οι περισσότεροι ήσαν και επί Σημίτη- οπαδοί της αποδομητικής σχολής, έχουν βαλθεί να ξεθεμελιώσουν αυτή την ιστορική παράδοση. Πώς φθάσαμε στο σημείο το να μιλούμε για τον Κολοκοτρώνη σαν εθνικό ήρωα να θεωρείται εθνικισμός. Τι σχέση έχουν αυτά με τις αξίες της ελληνικής αριστεράς της αντίστασης και της θυσίας;
Σε κάθε περίπτωση, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν. Και πάνω τους πρέπει να σκύβουμε με σεβασμό και προσοχή. Για να κλείσουν οι πληγές έγιναν σοβαρές προσπάθειες και χρειάστηκαν χρόνια πολλά.
Πώς, λοιπόν, να μη συμφωνήσεις με τη Νίτσα Λουλέ όταν γράφει, για όσα λέγονταν μέχρι πρόσφατα ανεύθυνα και ασυλλόγιστα, ότι «λέξεις όπως παιδομάζωμα ή γουναράδικα εκτοξεύονται μέσα στη Βουλή με την ευκολία που θα έλεγε κάποιος παιδική χαρά ή τσιντσιλά από την Καστοριά. Δεν σκέπτονται πόσες ζωές χάθηκαν μέσα από αυτές τις λέξεις; Πόσοι Έλληνες μάτωσαν» (σελ. 46).
Η συγγραφέας ξέρει να αναγνωρίζει και τους πολιτικούς αντιπάλους όταν ο λόγος και οι πράξεις τους συνεισφέρουν στην εθνική συμφιλίωση, στην ίαση των πληγών του παρελθόντος. Όπως όταν αναφέρει τον Κώστα Καραμανλή που στην παρουσίαση ενός άλλου βιβλίου της είπε ότι όλες οι παρατάξεις έχουν την ευθύνη για ό,τι έγινε εκείνη την εποχή, αλλά και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που ψήφισε την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και τη συγνώμη του στη Βουλή για μια παλαιά ατυχή δήλωσή του για την Μακρόνησο (σελ. 138).
Εκεί που θα διαφωνήσω μαζί της, κι ας με συγχωρέσει, είναι η συσχέτιση των όσων περιγράφονται στο βιβλίο με το ΣΥΡΙΖΑ του 2015, με τη θέση ότι η Αριστερά σήκωσε κεφάλι μετά από δεκαετίες και ότι αν πετύχει η κυβέρνηση αυτή τότε μπορούμε να πούμε πως οι αγώνες, το ξύλο που φάγαμε στα νιάτα μας έπιασαν τόπο» (σελ. 333).
Αναγνωρίζω την αγνότητα των προθέσεων και του πάθους της, αλλά δεν μπορώ να προσυπογράψω την ανάγνωση που κάνει των γεγονότων. Και όχι μόνον για λόγους πολιτικούς που δεν είναι της παρούσης. Οι αντιρρήσεις μου επικεντρώνονται κυρίως στο αξιακό περιεχόμενο αυτών που βρίσκονται σήμερα στα ηνία της χώρας.
Όπως η ίδια γράφει «Δεν πιστεύω πως υπάρχουν σήμερα ιδεολόγοι σαν τον Λουλέ και τους παλιούς του συντρόφους. Αν κάνω λάθος, διορθώστε με» (σελ. 146). Δυστυχώς, νομίζω ότι έχει δίκιο. Ιδεολόγος δεν σημαίνει ότι θέλω να επιβάλλω στους άλλους με το ζόρι, με τη βία τις ιδέες μου. Σημαίνει πρωτίστως ότι δίνω τη ζωή μου, ταυτίζομαι με τις ιδέες μου.
Η μεταπολίτευση ήταν μια εποχή που ανάμεσα στα άλλα, καλά ή άσχημα, μετέτρεψε τις ιδέες σε πρόσχημα και όχημα ατομικής επιτυχίας. Τις αποστέρησε από την ουσία τους. Όπως λέει η Νίτσα Λουλέ: «θύμωνα και θυμώνω όταν ακούω με πόση ευκολία ξεστομίζουν τη λέξη “σύντροφε” άνθρωποι που δεν έχουν μοιραστεί τίποτε στη ζωή τους» (σελ. 169-170).
Πολλοί λοιπόν έγιναν «δήθεν» ιδεολόγοι, καθώς η ζωή τους, η καθημερινότητά τους, η ηθική τους, οι αξίες τους, δεν συμβάδιζαν με τα υποτιθέμενα πιστεύω τους. Όπως είχε πει και ο Μάνος Χατζηδάκης, “στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις”. Και αυτό αποκαλύπτεται μεγαλοπρεπώς σήμερα, που η κρίση αφαιρεί τα προσωπεία και καταρρίπτει τα δήθεν.
Νίτσα Καλοτάξιδο!»