Η τάση για ουσιαστικότερη αποκέντρωση του κεντρικού Κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης είναι μια πραγματικότητα που επιβάλουν οι απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων στην πηγή δηλαδή στο άμεσο – τοπικό επίπεδο.
Αποτέλεσμα αυτής της τάσης διεθνώς, είναι η μεταφορά αρμοδιοτήτων και η κατανομή πόρων και προσωπικού από την κεντρική Διοίκηση προς την Αυτοδιοίκηση. Η παραπάνω εξέλιξη αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στην πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ 2014 σύμφωνα με την οποία, για το έτος 2009, το 60% του προσωπικού του Δημόσιου Τομέα απασχολείται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και μόνο το 40% στην Κεντρική Διοίκηση. Ενώ αντίστοιχα για το έτος 2012, οι δαπάνες για το προσωπικό της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά μέσο όρο, στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, κυμαίνονται στο 49,4% της συνολικής δαπάνης του κράτους για το προσωπικό. Οι παραπάνω αναλογίες είναι ακόμα πιο έντονες υπέρ της τοπικής διοίκησης στα πιο ανεπτυγμένα κράτη, όπου όσο μεγαλύτερο το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, τόσο μεγαλύτερη η τάση για αποκεντρωμένη διοίκηση.
Παρά τη διεθνή τάση για μεγαλύτερη αποκέντρωση και αντίθετα ακόμα και με τις συνταγματικές αξιώσεις αλλά και την υπογραφή του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, η δημόσια διοίκηση της χώρας μας και οι δομές οργάνωσης του Ελληνικού κράτους εμφανίζουν έντονο συγκεντρωτισμό και αδυναμία ουσιαστικής αποκέντρωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι ουραγός, στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, αφού εμφανίζεται να έχει δαπάνες για το προσωπικό της Αυτοδιοίκησης και Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μόνο 10% των συνολικών κρατικών δαπανών για προσωπικό, ενώ επιπλέον είναι στην προτελευταία θέση των 31 κρατών μελών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τη δαπάνη για επενδύσεις που διενεργεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση στο σύνολο των δημοσίων επενδύσεων της χώρας, με ποσοστό 24,5% για το έτος 2013.
Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και η ουσιαστική αποκέντρωση του κράτους, παραμένει ακόμα και σήμερα ένα χρόνιο και δυσεπίλυτο ζήτημα δημόσιας πολιτικής στη χώρα μας, όπου έχει πολλαπλές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική γαλήνη και ευημερία. Να επισημάνουμε εδώ το γεγονός ότι από το 1984 μέχρι σήμερα, εκδόθηκαν 10 Νόμοι και 2 Προεδρικά Διατάγματα που αναφέρονται στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, την προαγωγή τους και την επιλογή προϊσταμένων των οργανικών μονάδων, δίχως να έχει εξασφαλιστεί ακόμα ένα ευρύτερα αποδεκτό – ορθολογικό σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι για την επίλυση των πρακτικών προβλημάτων της καθημερινότητας του πολίτη, αλλά ίσως τελικά αποτελεί και το πλαίσιο στο οποίο μπορούν να επιλυθούν και τα μεγαλύτερα πολιτικά ζητήματα, αφού οι δημοτικές αρχές είναι αναγκασμένες λόγω της φύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν να έχουν πιο “πρακτική” προσέγγιση επίλυσης των προβλημάτων ενώ παράλληλα έχουν αναπτύξει έντονη κουλτούρα συνεργασίας.
Συνεπικουρούμενη η τοπική Αυτοδιοίκηση από το γεγονός ότι οι πολίτες νιώθουν ότι “ανήκουν” περισσότερο σ’ έναν συγκεκριμένο δήμο στην καθημερινή τους ζωή, από ότι στο κράτος ή ακόμα και στην Ε.Ε., αποκτά πλεονέκτημα έναντι της κεντρικής διοίκησης αφού δίνει τη δυνατότητα για την πιο ενεργή και άμεση συμμετοχή των πολιτών στα “κοινά” ενισχύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ενώ παράλληλα ο δήμαρχος, είναι αναγκασμένος να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική και αποτελεσματική προσέγγιση για τα κοινά συγκριτικά με το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό στη χώρα. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι στην πρώτη γραμμή σε όλες τις φάσεις και σε όλες τις εκδηλώσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων, με τελευταίο παράδειγμα το προσφυγικό ζήτημα που καταρχήν ανέδειξε και εν συνεχεία αντιμετώπισε, αφού αποτελεί τον κοντινότερο στον πολίτη διοικητικό θεσμό.
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνουν την επιβεβλημένη αναγκαιότητα για ουσιαστική αποκέντρωση της δημόσιας διοίκησης που περιλαμβάνει το τρίπτυχο διοικητική αποκέντρωση, δημοσιονομική αποκέντρωση και αποκέντρωση πολιτικής ισχύος.
Σήμερα κατόπιν και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει το Ελληνικό κράτος στα πλαίσια του Ν.4336/2015 (εφαρμογή 3ου μνημονίου) και με επιτακτική την ανάγκη για βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να αποκτήσει μια νέα αναβαθμισμένη θέση στο ευρύτερο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης με περισσότερες αρμοδιότητες και μεγαλύτερη εμπλοκή στις δημόσιες πολιτικές.
Εμείς οι εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν λέμε εξορισμού «όχι» στην όποια μεταρρύθμιση ακόμη και στην μεταρρύθμιση του καταστατικού χάρτη της Τ.Α. Η εμπειρία μας όμως μας δίδαξε ότι κάθε σχέδιο μεταρρύθμισης πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και δεσμεύσεις, να δεσμεύεται για το κόστος της επιχειρουμένης αλλαγής , να περιγράφει με ακρίβεια της πηγές χρηματοδότησης αλλά και να διασφαλίζει και την ύπαρξη του κατάλληλου στελεχιακού δυναμικού για να την εφαρμόσει. Σε διαφορετική περίπτωση θα δημιουργηθούν πολύ περισσότερα προβλήματα από τα ήδη υπάρχοντα.
Είναι γεγονός ότι η τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση που επιτεύχθηκε με τον «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ» στιγματίστηκε αρνητικά από την εφαρμογή των μνημονίων και ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από την οικονομική κρίση. Παρόλα αυτά το νέο χωροταξικό και η μεταφορά πόρων ,έστω και χωρίς την συνοδεία των αντίστοιχων πόρων συνετέλεσαν αποφασιστικά σε μια καλύτερη και πιο σύγχρονη λειτουργία των ΟΤΑ , στην καλύτερη απορρόφηση κονδυλίων από το ΕΣΠΑ αλλά και στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο «ανθρωπιστικής κρίσης»
Σήμερα μετά από έξι χρόνια από την εφαρμογή του Ν. 3852/10 θεωρώ ότι είμαστε σε θέση να κάνουμε μια ακριβής αποτίμηση του «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ» και είναι ώριμες οι συνθήκες για να υποβάλλουμε νέες διορθωτικές προτάσεις , αναθεωρήσεις, ώστε να μας προκύψει μια νέα δίκαιη και πιο σύγχρονη διοικητική μεταρρύθμιση.
Η εισήγηση του Προέδρου της ΠΕΔ Θεσσαλίας και Δημάρχου Μουζακίου κ. Κωτσού στο συνέδριο της ΚΕΔΕ για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση