«Ομιλείτε περί πραγμάτων, σπανίως περί προσώπων και ουδέποτε δια τον εαυτόν σας». Η παραίνεσή του, στην πρώτη μου συνάντηση μαζί του στα φοιτητικά μου χρόνια, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου, όπως και η εικόνα του ανδρός με τη σπινθηροβόλο ματιά και το γοργό βηματισμό, που σημειολογικά παρέπεμπε στην ανάγκη ως χώρα και ως κοινωνία να επιταχύνουμε το βήμα μας. Την παραίνεση αυτή προσπάθησα να την τηρήσω, όχι πάντα με επιτυχία. Και όποτε απήντησα σε προσωπικό τόνο σε επιθέσεις, γρήγορα, όταν καταλάγιαζε η αίσθηση αδικίας που ένιωθα, κατανοούσα ακόμη περισσότερο το δίκιο της παραίνεσης του Κωστή Στεφανόπουλου.
Το αίτημα επανασύνδεσης της Πολιτική με την Ηθική ήταν εκείνο που εξέπεμπε τόσο με τον λόγο του όσο κυρίως με αυτή την ίδια την πολιτική του διαδρομή και τον τρόπο της ζωής του. Και ήταν αυτό που με παρακίνησε να τον γνωρίσω την εποχή που διέσχιζε τη δική του πολιτική έρημο και εντέλει να ασχοληθώ με τα κοινά.
Ήταν η εποχή της έντονης πόλωσης και έξαρσης των πολιτικών παθών. Με το σκάνδαλο Κοσκωτά να δίνει τον πολιτικό τόνο και την πολιτική αντιπαράθεση να κινείται στον αστερισμό άσπρο-μαύρο, κάθε διαφορετική φωνή συνθλίβονταν στις συμπληγάδες της πόλωσης. Θα μπορούσε να κάνει εκπτώσεις στις αρχές και τα πιστεύω του, να λαϊκίσει, να χαϊδέψει αυτιά για να επιβιώσει πολιτικά. Μα τότε θα έπαυε να είναι ο Κωστής Στεφανόπουλος, το συνώνυμο του ήθους και της εντιμότητας, ο πολιτικός της ευπρέπειας και ανιδιοτέλειας που σφράγισε τη διαχρονική του διαδρομή.
Πορεύτηκε με σεμνότητα και αξιοπρέπεια σε όλη του τη ζωή και υπέμεινε με παροιμιώδη υπομονή και καρτερία άδικες επιθέσεις πολιτικών αντιπάλων, συκοφαντίες και διαβολές. Πολλές φορές δεν απάντησε πληρώνοντας βαρύ πολιτικό κόστος. Την απάντηση έδωσε η ίδια η ζωή διαψεύδοντας τους σκευωρούς και συκοφάντες. Ο Στεφανόπουλος, δυστυχώς, ανήκε σε μια κατηγορία πολιτικών που εκλείπει. Που στην ιεράρχησή τους πάντα προεξήρχε το εθνικό συμφέρον του κομματικού, πόσο δε μάλλον του προσωπικού.
Φιλελεύθερος δημοκράτης ήταν εκείνος που πρόσθεσε το χαρακτηρισμό “κοινωνικός” πριν το φιλελευθερισμό, υπογραμμίζοντας την ανάγκη από τη δίκαιη φορολόγηση του πλούτου της επιχειρηματικής δράσης να υπάρχει κοινωνική πολιτική υπέρ των αδυνάτων.
Σεβάστηκε πάντα την ετυμηγορία του λαού και οι αποτυχίες του –τρεις φορές απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής Αχαΐας πριν τη δικτατορία- δεν τον πτόησαν ούτε τον οδήγησαν σε εκπτώσεις αρχών. Δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να εκδηλώσει την πικρία του ακόμη και όταν ανέστειλε τη λειτουργία του κόμματός του και επέστρεφε την κρατική επιχορήγησηπου δεν ξόδεψε.
Αν εξ όνυχος κρίνεις τον λέοντα, το ήθος του πολιτικού δεν κρίνεται μόνο κατά την άσκηση της εξουσίαςαλλά και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την αποτυχία. Και ίσως, όποιος δεν έχει βιώσει την αποτυχία ενδίδει πιο εύκολα στον πειρασμό της αλαζονείας. Ο Στεφανόπουλος πορεύτηκε με σεμνότητα και ταπεινότητα, σταθερός πάντα στις αξίες –κάποιοι τις είπαν συντηρητικές- που κανοναρχούσαν τη ζωή του.
Το τέλος της διαδρομής του στην πολιτική του έρημο τον οδήγησε στη δική του γη Χαναάν, τη γη της Επαγγελίας, την προεδρία τη Δημοκρατίας. Η θητεία του υποδειγματική. Αναδείχθηκε πραγματικό σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού και αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος Πρόεδρος. Έφτασε στις εσχατιές του κόσμου, όπου υπάρχει ελληνική παρουσία. Όλοι μνημονεύουν την προς Κλίντον ομιλία του ενώπιων του Προέδρου των ΗΠΑ κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Πράγματι, θα σταθεί σε αυτήν ο ιστορικός του μέλλοντος,ως μάθημα αξιοπρέπειας ενός μικρού έθνους απέναντι σε μια υπερδύναμη. Προσωπικά με άγγιξαν περισσότερο δυο ομιλίες του –πάντα από στήθους. Η πρώτη, που είναι δείγμα του φλογερού του πατριωτισμού, απευθύνθηκε προς τους Βορειοηπειρώτες αδελφούς μας, που η μοίρα έγραψε να είναι εκτός του εθνικού κορμού, κατά την επίσκεψή του στα χωριά της μαρτυρικής ομογένειας. Η δεύτερη ομιλία, που ξεχωρίζω και ως τελευταία πράξη εθνικής συμφιλίωσης, είναι προς τους πολιτικούς πρόσφυγες στο χωριό Μπελογιάννης που ίδρυσαν στην Ουγγαρία μετά τον εμφύλιο.
Τελευταία τον είδα στην παρουσίαση της βιογραφίας του στην Παλαιά βουλή από την Νίτσα Λουλέ“Ο μοναχικός Πρόεδρος”. Ο χρόνος είχε βαρύνει επάνω του και δεν κατέβαινε πια στο γραφείο στη Βαλαωρίτου, όπου κάθε φορά που με δέχονταν είχα την ευκαιρία να απολαύσω τη συνομιλία μαζί του. Θα θυμούμαι πάντοτε εκείνο το μελαγχολικό χαμόγελο στην Παλαιά βουλή, στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του με το οποίο θαρρείς μας αποχαιρετούσε…
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Αναπληρωτής Τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του πολίτη, βουλευτής Λαρίσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον “Ελεύθερο Τύπο” της Κυριακής 4/12/16