Έρευνα για την κατάθλιψη και τις αυτοκτονίες των εφήβων


Καταθλιπτικό συναίσθημα, που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, όπως απόπειρα αυτοκτονίας, κατάχρηση ουσιών και αυτοτραυματισμό, παρουσιάζουν οι έφηβοι στην Ελλάδα, σε ποσοστό που μπορεί να φτάσει στο 29% στα κορίτσια και στο 13% στα αγόρια.

Το παρήγορο είναι ότι η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους δείκτες αυτοκτονιών στους εφήβους, με ετήσια επίπτωση 3,8 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα στα αγόρια και 0,8 στα κορίτσια.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από ανακοινώσεις που θα παρουσιαστούν στο 23ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Κοινωνικής Παιδιατρικής και Προαγωγής της Υγείας, οι εργασίες του οποίου αρχίζουν, αύριο, στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με στοιχεία ανακοίνωσης, με θέμα «Απόπειρες αυτοκτονίας στην εφηβική ηλικία», στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών παρατηρείται συνεχής αύξηση του δείκτη αυτοκτονιών, στις ηλικίες 13-20 ετών.

Βάσει των ίδιων στοιχείων, οι αυτοκτονίες καταγράφονται ως η τρίτη αιτία θανάτου παγκοσμίως, σε άτομα ηλικίας από 15-24 ετών, με την Ελλάδα, ωστόσο, να έχει από τους χαμηλότερους δείκτες αυτοκτονιών στους εφήβους.

«Τα αγόρια έφηβοι πιο συχνά επιλέγουν τα πυροβόλα όπλα σαν αυτοκτονική πράξη, ενώ τα κορίτσια τη λήψη ουσιών. Μελέτη Ελλήνων εφήβων έδειξε ότι οι αυτοκτονίες των αγοριών είναι περισσότερες στις αστικές περιοχές, ενώ των κοριτσιών στις αγροτικές περιοχές. Τα αγόρια εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά θανάτου εξαιτίας αυτοκτονίας, ενώ τα κορίτσια υπερτερούν στην απόπειρα αυτοκτονίας και τον ιδεασμό αυτοκτονίας, χωρίς όμως να επέρχεται ο θάνατος.

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί το σπάνιο προς το παρόν φαινόμενο της ομαδικής αυτοκτονίας, μετά από συνεννόηση εφήβων μέσω του διαδικτύου (σύμφωνο αυτοκτονίας). Παράγοντες που φαίνεται να ενέχονται στις αυτοκτονίες των Ελλήνων εφήβων είναι η ύπαρξη ψυχιατρικής διαταραχής, προβλήματα με την οικογένεια, συναισθηματικές απογοητεύσεις και αισθήματα αποτυχίας», όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.

Η απουσία ηλεκτρονικών αρχείων καταγραφής, ηλεκτρονικής διασύνδεσης, με δεδομένα από κέντρα της περιφέρειας, αλλά και η επιφυλακτικότητα για λόγους κοινωνικούς, θρησκευτικούς και προσωπικούς, στον ακριβή χαρακτηρισμό της βλάβης ως εκούσιας, δυσχεραίνουν την παρουσίαση των επιδημιολογικών δεδομένων νοσηρότητας και συνεπακόλουθα, την ανάληψη αποτελεσματικών στοχευμένων προληπτικών παρεμβάσεων.

Προηγούμενο άρθρο Σημεία συνέντευξης του κ. Μάξιμου Χαρακόπουλου
Επόμενο άρθρο Αλματώδης αύξηση του καρκίνου του στόματος