Τον κώδωνα του κινδύνου για αποσχιστικά κινήματα τύπου Καταλονίας κρούει ο πρόεδρος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας Κώστας Αγοραστός, μιλώντας στην «κυριακάτικη δημοκρατία».
Ο κ. Αγοραστός τονίζει χαρακτηριστικά: «Έχω τη θεσμική υποχρέωση να επισημάνω τον κίνδυνο να εκδηλωθούν αποσχιστικά ρεύματα σε περιοχές της χώρας μας, ενδυναμωμένα εξαιτίας του αναλογικού συστήματος, δηλαδή της απλής αναλογικής».
Ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας αναφέρεται και στις πρόσφατες πλημμύρες, τονίζοντας ότι οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν.
Δεκαέξι νεκροί από τις πλημμύρες στη δυτική Αττική. Τις πταίει;
Ειλικρινά, είμαστε όλοι συγκλονισμένοι. Θέλω και πάλι να εκφράσω την οδύνη μου για τους αδικοχαμένους συνανθρώπους μας και τα ειλικρινή συλλυπητήριά μου στους οικείους τους.
Οσον αφορά τις ευθύνες, ποιος διαφωνεί ότι πρέπει να αναζητηθούν και να αποδοθούν; Τώρα, όμως, είναι η ώρα της δράσης. Πρέπει να στηριχθούν γρήγορα και αποτελεσματικά οι πληγέντες -και στη δυτική Αττική και τη Σύμη, την Κέρκυρα και γενικότερα όπου υπήρξαν ανάλογες καταστροφές-, να προχωρήσουν οι εργασίες αποκατάστασης των ζημιών, να δρομολογηθούν νέα έργα, όπου χρειάζεται.
Ποια είναι η κατάσταση στη Θεσσαλία;
Εχουμε ολοκληρώσει μια σειρά μεγάλης, αλλά και μικρότερης εμβέλειας αντιπλημμυρικών έργων, θωρακίζοντας βασικούς αστικούς ιστούς, και έχουμε κάνει διανοίξεις, συντηρήσεις, διευθετήσεις χειμάρρων και ρεμάτων. Αναμφίβολα, έχουμε κάνει σημαντικά βήματα στην αντιπλημμυρική προστασία – η προσπάθεια είναι συνεχής, ενώ το σύνολο του μηχανισμού της Περιφέρειας είναι σε επιφυλακή. Χρειαζόμαστε, πάντως, πρόσθετη χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, γιατί οι ανάγκες είναι πολύ μεγάλες.
Ισως είναι κοινότοπο, αλλά τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει για να μην υπάρξουν ανάλογα φαινόμενα;
Τα έκτακτα φαινόμενα γίνονται πλέον τακτικά. Οσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνία και ως οργανωμένη Πολιτεία τόσο πιο αποτελεσματικοί θα είμαστε.
Τα νέα προβλήματα δεν μπορείς, όμως, να τα αντιμετωπίσεις με παλιές λύσεις. Χρειάζεται μια ανατρεπτική για τα δεδομένα της συνήθους ελληνικής γραφειοκρατίας, μια «επαγγελματική» -ας μου επιτραπεί ο όρος- αντιμετώπιση: διάνοιξη και καθαρισμός ρεμάτων παντού, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει αποφάσεις με πολιτικό κόστος, θέσπιση και λειτουργία κατάλληλων μηχανισμών, ταχύτατες και ευέλικτες διαδικασίες και αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων – κυρίως αυτό. Πρέπει να είναι σαφές και ξεκάθαρο ποιος κάνει τι και πότε. Αυτή, άλλωστε, είναι και η βασικότερη προϋπόθεση για να μπορούν να αναζητηθούν και να αποδοθούν ευθύνες.
Εως ότου γίνουν όλα αυτά και ολοκληρωθούν τα έργα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει κάθε λόγο να νιώθει απροστάτευτη;
Ανατρεπτική διαχείριση σημαίνει και ανατροπή στον χρόνο. Αλλωστε, μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο να μη φημίζεται για την ταχύτητά του, ωστόσο, όταν τίθενται συγκεκριμένα δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα, έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκρίνεται.
Δεν χρειάζονται πολυνομία και κακονομία. Απαιτούνται νόμοι που θα αίρουν τα εμπόδια, που θα ανοίγουν διόδους και θα καθιστούν εφικτή την υλοποίηση έργων.
Για τη χρηματοδότηση των έργων υπάρχουν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, υπάρχει το -«κουτσουρεμένο», βέβαια- Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, υπάρχει το υπερπλεόνασμα του Προϋπολογισμού, το οποίο έχει προέλθει και μέσω της δραστικής περικοπής στη χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης (στο 65% αθροιστικά η μείωση των πόρων Περιφερειών και δήμων τα τελευταία χρόνια), υπάρχει το αποθεματικό του Προϋπολογισμού.
Πολιτική απόφαση χρειάζεται. Για να φέρω ένα παράδειγμα, οι οδηγοί των μηχανημάτων που εκμισθώνουμε ως Περιφέρειες για τον καθαρισμό ρεμάτων παραπονιούνται συχνά ότι κινδυνεύουν να βρεθούν στο Αυτόφωρο λόγω του Δασαρχείου. Αυτό είναι στο χέρι του κεντρικού κράτους να το αλλάξει αμέσως. Και πολλά άλλα.
Ως το τέλος του έτους, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ότι θα παρουσιάσει το σχέδιο νόμου για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος στις Περιφέρειες και στους δήμους, εισάγοντας την απλή αναλογική. Εσείς προειδοποιήσατε ότι η απλή αναλογική μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα «Καταλονία» σε περιοχές της χώρας μας. Πού εδράζεται αυτή η άποψη;
Εχω τη θεσμική υποχρέωση να επισημάνω τον κίνδυνο που προδιαγράφεται να εκδηλωθούν αποσχιστικά ρεύματα σε περιοχές της χώρας μας, ενδυναμωμένα εξαιτίας του αναλογικού συστήματος, δηλαδή της απλής αναλογικής.
Εκτιμάτε ότι στην κυβέρνηση δεν έχουν αντιληφθεί αυτόν τον κίνδυνο;
Απ’ ό,τι φαίνεται, η κυβέρνηση σχεδιάζει μια μεταρρύθμιση με τεράστια θεσμική και πολιτική σημασία, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν κρίσιμα δεδομένα, με μοναδικό γνώμονά της ένα στενά νοούμενο εκλογικό – πολιτικό συμφέρον. Αγνοεί, δηλαδή, τόσο τις ιδιαιτερότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και τις ευρύτερες επιπτώσεις που θα επιφέρει ένα σύστημα απλής αναλογικής χωρίς δικλίδες ασφαλείας.
Και εξηγούμαι: Ακόμη κι αν δεχόμασταν ότι ένα σύστημα αμιγούς απλής αναλογικής είναι συζητήσιμο σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών (προσωπικά δεν συμφωνώ), ωστόσο, όσον αφορά τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μια τέτοια επιλογή θα οδηγούσε σε ακυβερνησία. Εδώ δεν πρόκειται για την ανάδειξη της νομοθετικής εξουσίας, όπως στις γενικές βουλευτικές εκλογές, αλλά οργάνων τα οποία ασκούν διοίκηση, άρα λαμβάνουν διοικητικές αποφάσεις, και μάλιστα στον υψηλότερο βαθμό εγγύτητας προς τον πολίτη.
Ενα σύστημα «απλής και άδολης» αναλογικής θα προκαλούσε, λοιπόν, σοβαρά προβλήματα αποτελεσματικότητας και κυβερνησιμότητας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ιδίως αν λάβουμε υπ’ όψιν τις νέες αρμοδιότητες που έχουν.
«Αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη είναι να έχει δουλειά και να μην ταλαιπωρείται»
Εσείς ποιο εκλογικό σύστημα θεωρείτε καλύτερο;
Αυτή τη στιγμή, το τελευταίο που ενδιαφέρει την ελληνική κοινωνία είναι το εκλογικό σύστημα στην Αυτοδιοίκηση. Η κυβέρνηση επιχειρεί να εγκλωβίσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στο εκλογικό σύστημα, ακριβώς επειδή δεν έχει ούτε το σχέδιο ούτε την πολιτική βούληση να προχωρήσει σε γενναία αποκέντρωση, δηλαδή σε ουσιαστική ενίσχυση της Αυτοδιοίκησης με αρμοδιότητες, προσωπικό και πόρους. Τον πολίτη τον ενδιαφέρει σήμερα να έχει δουλειά, να συναλλάσσεται γρήγορα και χωρίς ταλαιπωρία μ’ ένα φιλικό Δημόσιο, να απολαμβάνει ποιοτικές υπηρεσίες, να έχει κάθε είδους στήριξη όταν τη χρειάζεται – ιδίως όσοι έχουν πληγεί από την κρίση. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, η οποία προφανώς δεν θα βελτιωθεί -το αντίθετο- με ακυβέρνητες και αποδυναμωμένες τις Περιφέρειες και τους δήμους.
Ας δούμε, λοιπόν, συνολικά ποια Αυτοδιοίκηση έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία σήμερα και πώς η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα θα φτάσει στα επίπεδα των αυτοδιοικητικών θεσμών στις ώριμες δημοκρατίες του πλανήτη. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε ενδεχομένως να συζητήσουμε και για το εκλογικό σύστημα, το οποίο -επαναλαμβάνω- θα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να μην οδηγεί σε ακυβερνησία και σε φαινόμενα συναλλαγής.