«Μη φοβάσαι να κάνεις ένα μεγάλο άλμα. Δεν μπορείς να περάσεις ένα χάσμα με μικρά πηδηματάκια».(DavidLloydGeorge, 1863-1945, Βρετανός Πρωθυπουργός)
Ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνολογία κυριαρχεί, έχοντας διεισδύσει σε όλες τις διαστάσεις της καθημερινότητάς μας. Από την πιο απλή μας κίνηση, το κινητό τηλέφωνο και τους υπολογιστές μέχρι τη χρήση πιο πολύπλοκων συσκευών και πρακτικών. Από το πώς διαχειρίζομαστε τον κόσμο που μας περιβάλλει μέχρι τη δημιουργία νέων, πιο σύνθετων, ίσως και φανταστικών κόσμων.
Όσα παλιότερα φάνταζαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας, σήμερα είτε είναι ήδη παρόντα είτε εν δυνάμει κοντά μας. Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου οι μηχανές μπορούν πλέον να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να εξελίσσουν τα δεδομένα που λαμβάνουν, σε σημείο που οι ανθρώποι-δημιουργοί τους να μην μπορούν καν να τα αντιληφθούν. Πέρα όμως από το… δυστοπικό κομμάτι της εξέλιξης, υπάρχει και η πιο ρεαλιστική, σε επίπεδο κράτους, διάσταση: πώς θα εκμεταλλευτεί την τεχνολογία προς όφελός του, ως πόλο ανάπτυξης.
Στην πλειοψηφία των ανεπτυγμένων οικονομιών, τεχνολογική ανάπτυξη σημαίνει έμφαση στην έρευνα και δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων, που με την καινοτόμο τους δομή ταράζουν τα νερά στην αγορά, καθιστώντας τις εταιρείες-επιχειρήσεις πιο ευέλικτες απέναντι στις νέες συνθήκες. Η χώρα μας βρίσκεται πολλά βήματα πίσω όσον αφορά όχι μόνο στην απορρόφηση των νέων τεχνολογιών, αλλά κυρίως την καλλιέργεια μιας επιχειρηματικής νοοτροπίας που θα βασίζει τον τρόπο λειτουργίας της σε αυτές.
Στην ετήσια έρευνα του Διεθνoύς Ινστιτούτου Διοικητικής Ανάπτυξης (International Institute for Management Development-IMD), που κατατάσσει τις χώρες με βάση την ψηφιακή τους ανταγωνιστικότητα και τη συσχετίζει με τη συνολική ανταγωνιστικότητά τους, η Ελλάδα έπεσε από την 44η θέση το 2013 στην 50ή το 2017.Μεταξύ άλλων, το IMDμετρά την ικανότητα των χωρών στην υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών «που με τη σειρά τους οδηγούν στο μετασχηματισμό των κυβερνητικών πρακτικών, των επιχειρηματικών μοντέλων και της κοινωνίας εν γένει» αλλά και δείκτες σχετικούς με τις τεχνολογικές υποδομές. Στα αρνητικά από την συγκεκριμένη αναφορά προστίθεται και το… κατρακύλισμα δέκα θέσεων, από την 41η στην στην 51η, σε ότι αφορά στη σχετική γνώση που αποτυπώνει τις ικανότητες του ανθρώπινου δυναμικού, όπως εκπαίδευση, επένδυση και παραγωγή γνώσης για την ψηφιακή μεταρρύθμιση της οικονομίας.Είναι χαρακτηριστικό πως η γείτονας Βουλγαρία, στο ίδιο διάστημα διέγραψε την αντίστροφη πορεία, ανεβαίνοντας από την 55η θέση το 2013 στην 45η το 2017.
Η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες, έχει ίσως υποτιμήσει τη δυναμική του τεχνολογικού φαινομένου και έχει αποτύχει οικτρά στο να εκμοντερνίσει τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς.Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την τεχνολογική μας ανετοιμότητα και την έλλειψη τεχνογνωσίας στην κρίση, όμως η τελευταία μάλλον ενέτεινε παρά… γέννησε την παρούσα κατάσταση που αποτυπώνεται στους παραπάνω δείκτες. Σαφώς και δεν διαθέτουμε τους ίδιους πόρους με χώρες ηγέτιδες σε αυτόν τον τομέα, όπου η οικονομία περιστρέφεται γύρω από την τεχνολογία, αλλά το πρόβλημά μας έγκειται κυρίως στον παρωχημένο τρόπο σκέψης και γενικότερης διαχείρισης, που ξεκινά από την κοινωνία και φτάνει στο κράτος και την πολιτική ηγεσία.
Το πρόβλημα έχει πολλές προεκτάσεις. Η μαζική μετανάστευση των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, μάς έχει στερήσει από την παρουσία καταρτισμένων στελεχών ικανών να εμφυσήσουν τη γνώση τους για το πώς λειτουργούν οι νέες -βασισμένες στην καινοτομία- οικονομίες. Οι νέοι επιχειρηματίες, ακόμα κι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δώσουν βάρος στις ψηφιακές τεχνολογίες, δεν έχουν σαφή εικόνα και ικανοποιητική πληροφόρηση για τον τρόπο δημιουργίαςτων μοντέρνων, μη συμβατικών επιχειρηματικών ευρωπαϊκών μοντέλων και της διείσδυσής τους στην αγορά. Επίσης, οι Έλληνες συνηθίζουμε να μην είμαστε ανοιχτοί σε νέες ιδέες και συχνά αντιδρούμε σπασμωδικά όταν μια νέα τεχνολογία έρχεται να ανατρέψει την εγκαθιδρυμένη κατάσταση σε κάποιο κλάδο της αγοράς. Όταν συμβαίνει αυτό, αντί να σκεφτούμε τρόπους να αυξήσουμε τον ανταγωνισμό, προσαρμόζοντας το υπάρχον σύστημα στην νέα τεχνολογία, ενσωματώνοντάς την, προσπαθούμε να εξαλείψουμε το καινούργιο, ως «απειλή» του statusquoκαι της ασφάλειας που μας παρέχει (περίπτωση Uber). Αυτό οδηγεί στην απόρριψη προηγμένων τεχνολογικά λύσεων (ακόμα και μέσω πολιτικών αποφάσεων και νόμων), στην ματαίωση κάθε προσπάθειας για επένδυση στην καινοτομία και στη συντήρηση μιας «φοβίας» απέναντι σε καθετί διαφορετικό. Έτσι, απομακρύνεται αυτόματα και η όποια πιθανότητα προσέλκυσης κεφαλαίων.
Η Ελλάδα προφανώς και δε στοχεύει, ούτε μπορεί, να μετατραπεί σε τεχνολογικό… ομφαλό. Αν όμως οι ριζωμένες νοοτροπίες και η στάση μας προς οτιδήποτε νέο δεν αλλάξει σύντομα και ριζικά, αν το κράτος δεν οικοδομήσει ένα πιο τεχνολογικά φιλικόοικονομικό περιβάλλον και η σημασία της έρευνας-καινοτομίας δε γίνει ξεκάθαρη στους πολίτες και τους κυβερνώντες, θα δούμε το τρένο της τεχνολογικής ανάπτυξης να μας προσπερνά οριστικά. Και αυτό ίσως είναι ακόμα χειρότερο από τη σημερινή κρίση, γιατί θα έχει χαθεί μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να την ξεπεράσουμε.
Του Κωνσταντίνου Γ. Νούσιου, Δικηγόρου, Περιφερειακού Συμβούλου Θεσσαλίας