Από την ήττα των Πρεσπών έως την απελευθέρωση των παρανόμως φυλακισθέντων στρατιωτικών μας υπήρξαν σημαντικές και ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Η κυβέρνηση, δυστυχώς, αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι στρατηγικές αλληλεπιδράσεις της διεθνούς πολιτικής μπορούν να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική ισχύ της και, προφανώς ασυνείδητα, καθίσταται χρήσιμη για τους μεγαλοϊδεατισμούς των γειτόνων μας.
Είναι σημαντικό να δούμε πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στη δεδομένη συγκυρία. Τραμπ και Πούτιν υποστήριξαν δημοσίως τη βελτίωση και εμβάθυνση των διμερών σχέσεων των χωρών τους.
Οι προθέσεις τους, όμως, προσπίπτουν στον ανταγωνισμό ΝΑΤΟ – Ρωσίας και, πλέον, σε αυτόν των ΝΑΤΟ και ΕΕ έναντι των ευρασιατικών οργανισμών ολοκλήρωσης, στους οποίους κυριαρχεί η Ρωσία με τη συμμετοχή της Κίνας.
Πεκίνο και Μόσχα τελούν σε στρατηγική ευθυγράμμιση, αφού η Κίνα επιδιώκει να καταστεί πρώτη οικονομική δύναμη του πλανήτη και η Ρωσία να αναδειχθεί σε πολιτική υπερδύναμη.
Οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί ισχύος μπορούν να αντιστραφούν μόνο, εφόσον οι ΗΠΑ συμμαχήσουν με τη Ρωσία, προκειμένου να αποτρέψουν την πρωτοκαθεδρία της Κίνας, αναδιατάσσοντας την ευρασιατική συμμαχία.
Όσο αυτό δεν συμβαίνει, θα υπάρχουν δυνητικά πεδία εκατέρωθεν διείσδυσης, όπως τα Δυτικά Βαλκάνια και η Τουρκία.
Η τελευταία καθίσταται «μήλον της έριδος» μεταξύ των δύο στρατοπέδων, διότι αποτελεί για τη Δύση έναν «πυλώνα» ανάσχεσης των ευρασιατικών δυνάμεων και, συγχρόνως, ιδανικό πεδίο επέκτασης για τις δεύτερες, ειδικότερα στην παρούσα φάση που ο Ερντογάν είναι ανεπιθύμητος από τις ΗΠΑ και δυσλειτουργικός για τη δυτική συμμαχία.
Στο διαμορφωθέν διεθνές περιβάλλον η Ελλάδα έχει «το μαχαίρι και το πεπόνι». Είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συμμετέχει στον γεωοικονομικό «Νέο Δρόμο του Μεταξιού», τον οποίο υλοποιεί η Κίνα με τη συνδρομή της Ρωσίας, ενώ διατηρεί ιστορικούς πολιτισμικούς δεσμούς με τη δεύτερη.
Η ένταξη της ΠΓΔΜ και της Αλβανίας στην ευρωατλαντική ολοκλήρωση εξαρτάται από τη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να επιδιώκει εθνικά οφέλη, αντί να παραχωρεί «αφιλοκερδώς» ό,τι ζητούν τα Σκόπια και τα Τίρανα. Αναλόγως, ο χειρισμός της Τουρκίας είναι λιγότερο επίπονος αυτή την εποχή, χάρη στη σκληρή στάση του Προέδρου Τραμπ, που έχει θετικές «παράπλευρες επιπτώσεις». Η απελευθέρωση των στρατιωτικών μας δεν πρέπει να συνεπάγεται «αντίδωρα», ανταλλάγματα και παραχωρήσεις.
Όσον αφορά τη Ρωσία και την Κίνα, η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να γεφυρώσει το χάσμα με την πρώτη και να αναθερμάνει τις σχέσεις με τη δεύτερη, με βάση την αρχή της αμοιβαίας ωφέλειας.
Όμως, πώς να αντιμετωπίσει σοβαρά κανείς τη σημερινή κυβέρνηση;
Στις Πρέσπες ο κ. Κοτζιάς ασπαζόταν θερμά τον Ζάεφ εν ονόματι της «φιλίας των λαών» και προεξοφλούσε την επίλυση των ζητημάτων με την Αλβανία, επειδή «βιαζόταν» να πάει διακοπές.
Περί της «φιλίας των λαών», άλλωστε, κόμπαζε, συντροφικά διακείμενος απέναντι στον Ρώσο ΥΠΕΞ και τον Ρώσο Πρέσβη, εδώ και τρία χρόνια.
Στις αρχές του 2015 ήθελαν να αλλάξουν «λιμάνι», για να κάνουν τελικά στροφή 180ο προς την ΕΕ και τον Λευκό Οίκο, καταπίνοντας «αμάσητο» το νέο μνημόνιο και εξασφαλίζοντας την αναβάθμιση των F-16 με έσοδα για τις ΗΠΑ.
Δυστυχώς, οι Διεθνείς Σχέσεις δεν υπαγορεύονται από «φιλίες», αλλά από κρατικά συμφέροντα.
Η εμμονή της κυβέρνησης στις ιδεοληψίες της είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Μοιραίως, είναι εξαιρετικά επιζήμια η καθυστερημένη απαγκίστρωσή της από αυτές.
* Ο Χρήστος Κέλλας είναι Βουλευτής ΝΔ Ν. Λάρισας, αν. Τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.