Αν θέλει κάποιος να κατανοήσει το τοπίο στην τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού τα τελευταία χρόνια με τις συνενώσεις και να κριτικάρει το αποτέλεσμα αυτών θα πρέπει να ξεκινήσει από μερικές βασικές κατά τη γνώμη μου αρχές όπως :
1η. Να μην ξεχνάμε όλοι μας ότι η τοπική αυτοδιοίκηση ειδικά στον πρώτο της βαθμό είναι ένας θεσμός λαϊκός που ανήκει σε όλους και στον καθένα μας χωριστά και έτσι θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε και στο μέλλον. Ο κάθε δήμος δε, είναι το θεμέλιο της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης και κάθε Δημοτική Αρχή θα πρέπει να στηρίζεται στα ανθρώπινα στοιχεία που διαθέτει.
2η. Μία στρατηγική, ένα πρόγραμμα για την Τ.Α. πρέπει να είναι τολμηρό, αν όχι επαναστατικό και να διέπεται από φαντασία. Η δε χάραξη ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικών εργασιών και όχι μία εκ των άνω τελετουργική διαδικασία.
3η. Το έργο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν κρίνεται μόνο από το πόσο ικανοί είναι οι άρχοντες του κάθε τόπου αλλά και από παράγοντες πέραν και πάνω από τις δυνάμεις που οι ίδιοι διαθέτουν, οι οποίοι είναι, πρώτο και κύριο τα οικονομικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το Νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται σήμερα αυτή καθώς επίσης η γεωγραφική περιοχή και τα οικονομικά από ίδιους πόρους.
4η. Για να προκόψει ένας τόπος δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στον Δήμαρχο και Δημοτικό Συμβούλιο, έστω κι αν δεχθούμε ότι αυτά λειτουργούν τέλεια, αλλά πρέπει να αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό όλους τους δημότες και τους μαζικούς φορείς ακούγοντας τις προτάσεις τους. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι σήμερα οι παράγοντες της επιτυχίας είναι περισσότεροι και πολύ πιο σύνθετοι από ότι ήταν πριν από μερικά χρόνια.
5η. Η υπέρμετρη και αφύσικη διεύρυνση των ορίων ενός Δήμου από το νομοθέτη εξουδετερώνει στην πράξη τόσο την έννοια της τοπικής υπόθεσης, όπως την ορίζει το σύνταγμα, όσο και αυτή καθ’ εαυτή την ίδια την τοπική αυτοδιοίκηση Α’ βαθμού.
Πορευτήκαμε τόσα χρόνια με τον «Καποδίστρια Ι & ΙΙ» και χωρίς να τους αξιολογήσουμε τους κάναμε «Κλεισθένη Ι». Η Έκθεση του Ινστιτούτου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όταν πηγαίναμε για τον «Καλλικράτη ΙΙ» ανέφερε «η διοικητική μεταρρύθμιση δεν έγινε δυνατό στην προηγούμενη φάση να γίνει αντικείμενο συστηματικής αξιολόγησης και δεν πέτυχε τους στόχους της» κ.ά. Πριν μερικά χρόνια και πριν ακόμη ξεκινήσουν οι διεργασίες για τις δεύτερες συνενώσεις των δήμων (είχε προηγηθεί ο «Καλλικράτης Ι») με άρθρο μου («ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας τον Αυγούστου 2008), έθετα τον προβληματισμό μου για το μέλλον του τότε δήμου Γόννων, προτείνοντας έναν ισχυρό δήμο που θα συμπεριλάμβανε τους τότε δήμους Γόννων, Ευρυμενών, Κάτω Ολύμπου, Νέσσωνα και την ιστορική κοινότητα των Αμπελακίων, δημιουργώντας έναν ισχυρό δήμο με στρατηγικής σημασίας σημεία αναφοράς για τη μελλοντική του ανάπτυξη. Έγραφα χαρακτηριστικά ΅
«Στην ευρύτερη περιοχή των Τεμπών – Δέλτα Πηνειού (των σημερινών Δήμων Κάτω Ολύμπου, Ευρυμενών, Γόννων, Μακρυχωρίου, Νέσσωνος και Κοινότητας Αμπελακίων) υπάρχει μια παράδοση κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας των κατοίκων και των φορέων της ευρύτερης περιοχής. Ο ορεινός όγκος του Κισσάβου και του Κάτω Ολύμπου, ο Πηνειός και οι πεδιάδες πριν την κοιλάδα των Τεμπών και στη συνέχεια του Δέλτα διαμόρφωσαν έναν ενιαίο κοινωνικό και οικονομικό χώρο δραστηριοποίησης των κατοίκων της περιοχής. Οι παραδοσιακές γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες της περιοχής έδωσαν τα τελευταία χρόνια περισσότερο χώρο σε πιο σύγχρονες αγροτικές δραστηριότητες όπως: η ακτινιδοκαλλιέργεια, η μηδική, η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς, το αμύγδαλο, βιολογικές καλλιέργειες αλλά και οπωροκηπευτικά με κατεύθυνση την σύνδεση των προϊόντων αυτών και με την τουριστική ζήτηση πού διαμορφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή. Νέοι επαγγελματίες με παραδοσιακούς ξενώνες, ταβέρνες και χώρους μαζικής εστίασης, αλλά και μικροβιοτέχνες αναπτύσσουν δραστηριότητα στην περιοχή, ενώ γυναικείοι συνεταιρισμοί και σύλλογοι βάζουν τη δική τους σφραγίδα με την επεξεργασία αγροτικών κυρίως προϊόντων της περιοχής. Η περιοχή με μακρόχρονες προσπάθειες και αγώνες των κατοίκων της, αρχίζει να διαμορφώνει τις ιστορικές πολιτιστικές και περιβαλλοντικές της διαδρομές (μονοπάτια, γεφύρια, δασικά συμπλέγματα, θέσεις θέας, αρχαιολογικοί χώροι, βυζαντινές εκκλησίες, λαογραφικά μουσεία, κέντρα ενημέρωσης για τον πολιτισμό και το περιβάλλον, γιορτές τοπικών παραδοσιακών προϊόντων και ιστορικών γεγονότων όπως της Εθνικής Αντίστασης Τέμπη-Γόννοι και της Αγροτικής εξέγερσης του Μ. Αντύπα Πυργετός-Ομόλιο, να δίνει ένα νέο χρώμα στην περιοχή, που ευτυχώς δεν έχασε ακόμη την ταυτότητά της…..
Η περιοχή Τεμπών – Δέλτα Πηνειού πού ενοποιείται μέσα από την μακρόχρονη κοινή ιστορία της στη συνείδηση των κατοίκων της, έχει δύο δρόμους να επιλέξει : α) ή θα ακολουθήσει με την υποστήριξη της Αυτοδιοίκησης και της Πολιτείας την μακρόχρονη βιώσιμη συμβίωση της αγροτικής και τουριστικής δραστηριότητας στην περιοχή με τον αγροτουρισμό και οικοτουρισμό ως ενδογενή δυνατότητα βιώσιμης ανάπτυξης και β) ή θα συρθεί στο πρότυπο ενός «εισαγόμενου» μαζικού τουρισμού των παραθαλάσσιων και παρακισσάβιων – παρολύμπιων περιοχών – με ξεχασμένη και αφημένη στην τύχη της την ενδοχώρα – με τουριστικά συγκροτήματα και εμπορικούς χώρους (όπως συμβαίνει σήμερα στα παράλια της Κατερίνης και θα ενσωματωθεί σε αναγκαστικές συνενώσεις με τα παράλια της Αγιάς και του Ανατολικού Ολύμπου διαμορφώνοντας μια τεχνητή «αγορά» και μια «κοινωνία» των 2-3 μηνών του Καλοκαιριού.
Και να μην ξεχνάμε ότι η περιοχή των Τεμπών και του Δέλτα Πηνειού αποτελεί μια ιστορικά διαμορφωμένη ενότητα, και λειτουργική μεταξύ των χωριών και των οικισμών της, τοπική κοινωνία, εντελώς διαφορετική από αυτή των περιοχών Αγιάς – Μελιβοίας καθώς και από εκείνη στα παράλια Λιτόχωρου – Ανατολικού Ολύμπου. Έτσι ακριβώς εγκρίθηκε και ως διακριτή αναπτυξιακή ενότητα η περιοχή των Τεμπών – Δέλτα Πηνειού, με το χωροταξικό Περιφερειακό Σχέδιο πού εδώ και χρόνια είναι νόμος του κράτους».
Δυστυχώς μικροσυμφέροντα και τοπικισμοί δεν άφησαν να γίνει αυτός ο δήμος – αν και αυτός ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του Υπουργείου και της Περιφέρειας Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα οι δημότες του πρώην δήμου Ευρυμενών να νοιώθουν πολύ πιο κοντά στο δήμο Τεμπών και ξένοι προς το δήμο Αγιάς. Κι αυτό γιατί ο διαχωρισμός που έγινε την τελευταία στιγμή δεν ήταν ο καρπός του αρχικού επιστημονικά σχεδιασμού που στηρίζονταν σε μια βαθύτερη μελέτη των προβλημάτων των τοπικών κοινωνιών και μιας γενικότερης στρατηγικής, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας μηχανικής διοικητικής δομής και μιας επιδίωξης μικροκομματικών συμφερόντων.
Έτσι στην περίπτωση του πρώην δήμου Ευρυμενών φαίνεται ότι σε ότι αφορά την διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της κοινωνίας των πολιτών, στον δήμο Αγιάς που εντάχθηκε, δεν εφαρμόστηκε η αναγκαία τήρηση ενός μέτρου στην γεωγραφική έκταση και στην πληθυσμιακή σύνθεσή του. Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δήμου γεωγραφικά και οδικά απροσπέλαστου πέρα από κάποια λογικά όρια, φαίνεται ότι δημιούργησε μία αποξένωση του δημότη από τον φορέα που διαχειρίζεται τις «τοπικές» υποθέσεις του, οι οποίες ακριβώς λόγω της αποστασιοποίησης δημότη – φορέα έπαψαν να είναι «τοπικές». Η ποσοτική αύξηση της εδαφικής υπόστασης ενός Ο.Τ.Α. όταν η μορφολογία του εδάφους δεν το επιτρέπει, επιδρά αρνητικά στην ποιοτική ουσιαστική σχέση των τοπικών κοινωνιών με τους εκπροσώπους τους στην διαχείριση των τοπικών υποθέσεων και αποδυναμώνει αυτή την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Ο κάθε δήμος οφείλει να τηρεί οπωσδήποτε τον συνταγματικό κανόνα, δηλ. να διοικεί ο ίδιος τις τοπικές του υποθέσεις. Και για να τις διοικεί, πρέπει αυτές να υπάρχουν ως τοπικές και όχι να έχουν απορροφηθεί και μεταλλαχθεί σε διατοπικές.
Κάθε επανασχεδιασμός των ορίων των Δήμων της χώρας έχει, επομένως, ως συνταγματικό όριο τη διατήρηση της τοπικής υπόθεσης και από τη στιγμή που δεν μπαίνει θέμα επαναφοράς στο καθεστώς των πρώτων Καποδιστριακών δήμων, για τους δημότες του πρώην δήμου Ευρυμενών αυτός ο επανασχεδιασμός ισχύει στο ακέραιο. Η ταυτότητα κάθε συγκεκριμένου Δήμου δεν είναι δοτή, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σειράς πολύπλοκων διεργασιών ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού, πολιτιστικού και οικονομικού χαρακτήρα. Άλλωστε και η νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα νέων συνενώσεων, πάντοτε όμως με αποφασιστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στη λήψη της σχετικής απόφασης.
Και στην περίπτωσή μας η αποφασιστική συμμετοχή των ενδιαφερομένων και μάλιστα όχι απλώς με ένα «ναι ή όχι» διά βοής, αλλά με δημοψήφισμα, με ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων και αντικρούσεις ισχυρισμών και επιχειρημάτων, σε όλα μέχρι σήμερα τα στάδια λήψης της απόφασης έχει κάθε λόγο δικαίωσης.
Γράφει ο Δημήτρης Ζ. Γουγουλιάς