«Τόσο στην Αναφορά, όσο και στην Ερώτηση, που κατέθεσα προς τον κ. Υπουργό,σε σχέση με τη νέα δομή μεταναστών και προσφύγων στο Κυψελοχώρι, επεσήμανα μία σειρά από πολύ κρίσιμα ερωτήματα, που διατύπωσαν ο Δήμαρχος Τεμπών και η Ένωση Αστυνομικών Λάρισας, σε σχέση με την ασφάλεια των πολιτών αλλά και των φιλοξενουμένων.
Ο κ. Βίτσας, όχι μόνο δεν έδωσε απαντήσεις, αλλά αντιφάσκει και συσκοτίζει την πραγματικότητα. Ενώ αρχικά χαρακτηρίζει ως “εύλογες” τις “αντιρρήσεις της τοπικής κοινωνίας”, στη συνέχεια κάνει λόγο για “ορθή πληροφόρηση και σωστές κατευθύνσεις προς τους πολίτες”, προκειμένου να μην “τρέφεται η ξενοφοβία” και να υπάρξει “ωφέλεια για την τοπική αγορά και την απασχόληση με οικονομικούς όρους”.»
Τα ανωτέρω δήλωσε ο αν. Τομεάρχης Παιδείας της ΝΔ, Βουλευτής Ν. Λάρισας, κ. Χρήστος Κέλλας, αναφορικά με την απάντηση, που έλαβε από τον Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής, προσθέτοντας:
«Η προσέγγιση του κ. Βίτσαείναι αντιφατική και αλλοπρόσαλλη. Δεν είναι δυνατόν, από τη μία, να δέχεται τις αντιρρήσεις ως εύλογες και, από την άλλη, να τις χαρακτηρίζει ωςξενοφοβικές, ούτε είναι λογικό, έναντι των εξαιρετικά σοβαρών ζητημάτων ασφάλειας, που θέτουν οι αρχές, να γενικολογεί περί“καλλιέργειας ξενοφοβικών αισθημάτων”, αντιπαρατάσσοντας την ωφέλεια της τοπικής αγοράς και της απασχόλησης από ανθρώπους, πουαδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και για αυτό φιλοξενούνται. Εκτός και αν πρόκειται για μετανάστες-επενδυτές και μας το κρύβει.Επιπλέον, ο ισχυρισμός του περί συνεργασίας με τους φορείς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Αστυνομία της Λάρισας, δεν ισχύει.
Καλή η έκθεση ιδεών που έγραψε, αλλά οι δημόσιες πολιτικές ασκούνται με ρεαλισμό. Καλώ τον κ. Βίτσανα ενημερώσει τις αρχές και τους πολίτες, αντί να κρύβεται πίσω από την ταμπέλα της “ξενοφοβίας”, την οποία τοποθετεί χωρίς δεύτερη σκέψη σε όσους διατυπώνουν ενστάσεις σε σχέση με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική».
Ακολουθούν τα κυριότερα σημεία της απάντησης:
«Αναφορικά με τις διατυπωθείσες αντιρρήσεις της τοπικής κοινωνίας στην πρωτοβουλία εγκατάστασης της δομής στην περιοχή, αυτές είναι εύλογες, στο βαθμό που εκφράζουν την ανησυχία και αβεβαιότητα των κατοίκων σε ενδεχόμενες αναταράξεις της καθημερινότητάς τους. Τέτοιου είδους ανησυχία έχει εκφραστεί σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που μία τοπική κοινωνία καλείται να φιλοξενήσει στην ευρύτερη περιοχή αντίστοιχες δομές. Είναι καθήκον όλων μας να παρασχεθεί στους πολίτες η ορθή πληροφόρηση και οι σωστές κατευθύνσεις ως προς την κατάσταση και τις διαμορφούμενες ανάγκες της δεδομένης στιγμής, ώστε να μην τρέφονται αισθήματα αβεβαιότητας και ξενοφοβίας. Και στην περίπτωση του Κυψελοχωρίου, όπως και σε άλλους δήμους, θα υπάρξει ομαλή συμβίωση, αλλά και ωφέλεια για την τοπική αγορά και την απασχόληση με οικονομικούς όρους. Σημαντικότερο όλων, όμως, είναι η καλλιέργεια της αλληλεγγύης και υποστήριξης προς κατατρεγμένες οικογένειες με μικρά παιδιά που αναζητούν, πρωτίστως, ασφάλεια.
Τέλος, το γεγονός ότι η αστυνόμευση, ένα κοινωνικό αγαθό που έχει να κάνει με την ορθή λειτουργία μίας κοινωνίας, χρησιμοποιείται ως λόγος για την άρνηση φιλοξενίας ευπαθών ομάδων πολιτών τρίτων χωρών, ανάγει στην πρόθεση καλλιέργειας ξενοφοβικών αισθημάτων, τα οποία μόνο μία σκοπιμότητα μπορούν να εξυπηρετήσουν, αυτήν της τρομοκράτησης του τοπικού πληθυσμού. […]
Σε κάθε περίπτωση, κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία δομών προσωρινής φιλοξενίας εμπλέκει όλους τους αρμόδιους φορείς (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη / Ελληνική Αστυνομία / Πυροσβεστική Υπηρεσία, Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Υπουργείο Υγείας), με τους οποίους, σε συνεργασία, σχεδιάζουμε τις δομές και συνυπολογίζουμε όλα τα αναφερόμενα ζητήματα».